H Σιάτιστα των αποδήμων, στην Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία, από τον 17ο ως τον 20ό αιώνα [1]

910

 Η αποδημία υπήρξε ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστράφηκε ολόκληρη η οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξη της Σιάτιστας, συνέβαλε στην επιβίωση των κατοίκων της σε δύσκολες στιγμές και στην εντυπωσιακή ανάπτυξή της. Στις σπάνιες εμπειρίες στους ξένους τόπους και τον πλούτο που συσσωρεύτηκε στη Σιάτιστα από τις δραστηριότητες των παιδιών της στην ξένη, οφείλεται η φήμη, η ευημερία, η ανάδειξη, η πολεοδομική και αρχιτεκτονική ανάπτυξη, η ίδρυση των σχολείων, η κοινωνική οργάνωση, η ευεργεσία με τα ποικίλα πολιτισμικά κυρίως ιδρύματα στην πόλη.

Μιλώντας για τους απόδημους Σιατιστινούς δεν παραβλέπω τη συμβολή των μόνιμων κατοίκων και φορέων της, των επαγγελματιών, των δασκάλων, της τοπικής εκκλησίας, των σχολείων, των τοπικών εμπόρων, των αμπελοκαλλιεργητών, των γουνεργατών. Υπήρξε σπουδαία και εκ των ων ουκ άνευ η παρουσία τους, αλλά η δράση των αποδήμων και η  συμβολή τους στη γενέτειρα έπαιξε τον συντονιστικό και ενισχυτικό ρόλο, τον υπερκείμενο δηλαδή λόγο στην επιβίωση, την ανάπτυξη και την εξέλιξη της Σιάτιστας.

Στα περιορισμένα χρονικά όρια μιας ομιλίας, που καλύπτει τέσσερις αιώνες σπουδαίας δράσης και παρουσίας των Σιατιστινών σε τρεις ηπείρους, είναι φυσικό να γίνουν μόνο συμπυκνωμένες αναφορές και γενικευμένες αποτιμήσεις. Άλλωστε, αρκετοί  φιλίστορες και ερευνητές – συμπατριώτες μας και φιλοσιατιστινοί- ανέδειξαν αυτήν την εξαιρετική ιδιαιτερότητα της πόλης σε αξιόλογο πεδίο έρευνας. Αναφέρω τα ονόματα των σημαντικότερων, τιμής και ευγνωμοσύνης ένεκεν, κι ως συνοπτική κατάθεση των  πηγών του παρόντος πονήματος: Ιωάννης Αποστόλου, Απόστολος Βακαλόπουλος, Αναστάσιος Δάρδας, Αθανάσιος Κανατσούλης, Δημήτριος Κανατσούλης, Αναστάσιος Λαζάρου, Γεώργιος Λάιος, Νικόλαος Δελιαλής, Γεώργιος Ζαβίρας, Μιχάλης Καλινδέρης, Σπυρίδων Λάμπρος, Γεώργιος Λυριτζής, Αναστάσιος Μέγας, Γεώργιος Μέγας,  Κωνσταντίνος Μέρτζιος, Νικόλαος Μουτσόπουλος, Γεώργιος Μπόντας, Θεόδωρος Νάτσινας, Θεοφάνης Πάμπας, Ιωάννης Παπαδριανός, Έντεν Φιούβες και πολλοί άλλοι εκλεκτοί  επιστήμονες που συνέβαλαν στην καλύτερη γνωριμία με το ιστορικό παρελθόν της Σιάτιστας[2].

Τα  αίτια της αποδημίας. Τα αίτια που προκάλεσαν την πρώιμη αποδημία των Σιατιστινών είναι κοινά με τους υπόλοιπους Δυτικομακεδόνες, (Κοζανίτες, Καστοριανούς, Σελιτσιώτες, Μπλατσιώτες, Κλεισουριώτες, Μοσχοπολίτες κ.ά.) που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους. Τα κοινά αφορούν την καταπίεση των κατακτητών, τις ληστρικές επιδρομές, τη φτώχεια, αλλά και την αναζήτηση καλύτερης τύχης και τη διέξοδο του επιχειρηματικού πνεύματος. Τα ειδικά που αφορούν τη Σιάτιστα είναι η γεωοικονομική αδυναμία να θρέψει τους κατοίκους της και η κατά καιρούς αύξηση του πληθυσμού που ήταν αδύνατο να επιβιώσει στο άγονο περιβάλλον της, καθώς η γεωφυσική  θέση εγκατάστασής της επιλέχτηκε με κριτήριο την ασφάλειά της και όχι τη διαβίωση και επιβίωση του πληθυσμού της. Έτσι η υποχρεωτική μετεγκατάσταση μεγάλου αριθμού του πληθυσμού της πόλης προς άλλες περιοχές ήταν σχεδόν αναγκαστική.

Ο μύθος άλλωστε του εύκολου πλουτισμού με τη μετεγκατάσταση των εμπορικών δραστηριοτήτων και η προσδοκία αλλαγής του οικονομικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος στα ξένα, του τυχοδιωκτισμού και της αναβάθμισης των προσωπικών δεδομένων με σπουδές, ήταν για πολλές περιπτώσεις συντελεστές της αθρόας μετανάστευσης και μετακίνησης προς άλλες περιοχές. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το γεγονός ότι υπήρχαν και στη Σιάτιστα έντονες κοινωνικές διαφορές και περιχαρακωμένες  κοινωνικές τάξεις, εύποροι γαιοκτήμονες και έμποροι από τη μια μεριά  και φτωχοί μικροκαλλιεργητές και κυρατζήδες από την άλλη. Ήταν φυσικό οι περιθωριοποιημένοι οικονομικά κάτοικοί της να αναζητούν σε άλλες περιοχές την τύχη τους.

Το μεταναστευτικό ρεύμα του 17ου και 18ου αιώνα της Σιάτιστας στηρίζεται στο εμπόριο των καραβανιών, στο διαμετακομιστικό εμπόριο με μεγάλες ομάδες μεταφορικών ζώων, οι οποίες ακολουθούσαν τους ποτάμιους δρόμους του Αξιού και του Μοράβα ή άλλα βατά περάσματα κι έφταναν αρχικά στο λιμάνι του Δυρραχίου και αργότερα στα μεγάλα εμπορικά κέντρα, των Βαλκανίων και της Μεσευρώπης, το Βελιγράδι, τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, ή ακόμη μακρύτερα, αφού περνούσαν τον Δούναβη, στην Τρανσυλβανία, τη Βλαχία και τη Γερμανία.

Η πολιτική συγκυρία στην Ευρώπη, οι πολεμικές εξελίξεις, αλλά κυρίως οι συνθήκες των Αψβούργων και των Ρώσων με την Τουρκία, ιδίως η αυστροτουρκική του Πασσάροβιτς το 1718 και   η ρωσοτουρκική του Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774, ευνόησαν το χερσαίο εμπόριο των Μακεδόνων. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Γιάννης Χασιώτης «οι αποδημίες των Μακεδόνων πραγματευτάδων προς τις αυστριακές κτήσεις ξεκινούσαν από ‘προσωρινές’ εγκαταστάσεις εμπορικών κυρίως κομπανιών για να εξελιχθούν σιγά σιγά σε μονιμότερες οργανωμένες παροικίες, άλλοτε σε εμπορικούς στρατιωτικούς κόμβους του Δούναβη, άλλοτε σε μικρά αστικά κέντρα της Ουγγαρίας και άλλοτε στις μεγάλες πόλεις της Αψβουργικής  Αυτοκρατορίας. Οι μετακινήσεις, εξάλλου, αυτές ανανέωσαν δημογραφικά και οικονομικά  και τα παλιότερα  ελληνικά κέντρα της Βαλκανικής, τόσο στον σερβικό και γενικότερα στο νοτιοσλαβικό, όσο, περισσότερο, και στον βουλγαρικό χώρο»[3]

Οι τόποι εγκατάστασης

Οι τόποι εγκατάστασης και εμπορικής συναλλαγής των Σιατιστινών έξω από την πόλη τους προσδιορίζονται από την πολιτική και πολεμική συγκυρία, την οικονομική ζήτηση του κάθε τόπου και την ανάγκη κάθε εποχής. Οι προτιμήσεις των κατοίκων της Σιάτιστας εξαρτιόταν από τις δυνατότητες που παρείχαν οι χώροι αποδημίας και συναλλαγής στους απόδημους για εργασία και νόμιμη απασχόληση. Βέβαια, οι εμπορικές διευκολύνσεις και το εμπορικό κίνητρο, το κέρδος, ήταν βασικές παράμετροι επιλογής του χώρου, εμπορικής συναλλαγής και εγκατάστασης. Κάθε φορά που εξέλιπε αυτή η προϋπόθεση, εξαιτίας διαφόρων πολεμικών και κοινωνικοοικονομικών αιτίων, οι Σιατιστινοί άλλαζαν προορισμό και χώρο εγκατάστασης. Είναι ενδεικτικό αυτής της τάσης ότι και οι κάτοικοι της Σιάτιστας ακολουθούσαν το καθολικό ρεύμα που έπαιρναν σε κάθε εποχή όλοι οι Δυτικομακεδόνες απόδημοι και εμπορευόμενοι. Έτσι βλέπουμε ότι από τον 16ο-17ο αιώνα, πέρα από τις τοπικές δραστηριότητες στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας, οι πρώτοι μακρινοί προορισμοί  ήταν η ιταλική χερσόνησος και ιδιαίτερα η Βενετία. Στη συνέχεια, το 18ο αιώνα, το μεταναστευτικό και εμπορικό ρεύμα μετατοπίστηκε προς την κεντρική Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Αυστρία και την Ουγγαρία, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού προς την Αμερική και αργότερα, κυρίως μετά το 1950, προς την Αυστραλία.

Ήταν επόμενο, σε κάθε τόπο αποδημίας ή εμπορικής δραστηριότητας, ένα μεγάλο ποσοστό Σιατιστινών παρέμεινε μόνιμα στον χώρο της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής δράσης τους  και αρκετοί με τους μικτούς γάμους αφομοιώθηκαν γλωσσικά και κοινωνικά από το ντόπιο στοιχείο. Αν πρέπει να επισημάνουμε, συγκριτικά, ποιες περιοχές προσέλκυσαν τους περισσότερους Σιατιστινούς, σημειώσουμε διαγραμματικά ότι προηγείται η Αυστροουγγαρία τον 18ο αιώνα και ακολουθεί η Αμερική στον 20ο αιώνα.

Η μεγάλη αυτή αποδημία των Σιατιστινών, ιδιαίτερα το 18ο και 19ο αιώνα, έχει καταγραφεί από ιστορικούς και περιηγητές. Χαρακτηριστικά, γι’ αυτό το μεταναστευτικό φαινόμενο της Σιάτιστας είναι όσα γράφει ο Άγγλος περιηγητής Ουίλιαμ Μάρτιν Λικ, που πέρασε από την πόλη στα μέσα του 19ου αιώνα. «Σχεδόν όλαι αι οικογένειαι της Σιάτιστας έχουν ανά εν μέλος των διατρίβον ή εμπορευόμενον εις την Ιταλίαν, την Ουγγαρίαν, την Αυστρίαν ή άλλα  μέρη της Γερμανίας, εκ δε των γεροντοτέρων ελάχιστοι είναι εκείνοι οι οποίοι έζησαν δέκα ή δώδεκα χρόνια της ζωής των εις μίαν εκ των χωρών τούτων. Η γερμανική γλώσσα ομιλείται γενικώς  όσον σχεδόν και η ιταλική»[4].

Βενετία

Το πρώτο πρώιμο εμπορικό άνοιγμα που έκαναν οι Σιατιστινοί, μαζί με πολλούς άλλους Μακεδόνες, ήταν στις πόλεις της Αδριατικής, στην επικράτεια της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας» της Βενετίας. Στα λιμάνια της βενετικής επικράτειας έφταναν εμπορεύματα της Ανατολής και της ευρωπαϊκής Τουρκίας που φορτώνονταν σε μεγάλα ιστιοφόρα στο λιμάνι του Δυρραχίου[5]. Οι Σιατιστινοί τα συγκέντρωναν από όλη σχεδόν τη Βαλκανική και με καραβάνια με άλογα και μουλάρια, ακολουθώντας δύσκολους δρόμους, έφταναν στο Δυρράχιο όπου οι εμπορικοί τους οίκοι διατηρούσαν υποκαταστήματα και αποθήκες.

Τα σημαντικότερα προϊόντα που εμπορεύονταν οι Σατιστινοί ήταν, κατά σειρά εμπορικής σημασίας και μεγέθους, τα μαλλιά, το βαμβάκι, το μετάξι, το κόκκινο νήμα που αγόραζαν κυρίως από τα χωριά της Αγιάς, τον Τίρναβο και τα Αμπελάκια, οι αμπάδες[6], οι  μάλλινες βελέντζες, ο κρόκος, το κερί, ο καπνός και τα γουναρικά. Τα πλοία με τα παραπάνω φορτία έπιαναν τα λιμάνια της ανατολικής ιταλικής ακτής, με κύριους προορισμούς την Αγκόνα, τη Βενετία και την Τεργέστη. Από την Ιταλία οι Μακεδόνες έμποροι έφερναν στις πατρίδα τους και τις αγορές της οθωμανικής επικράτειας  υφάσματα[7], κρύσταλλα, πορσελάνες, φάρμακα, βιβλία και άλλα βιοτεχνικά και βιομηχανικά είδη της Ευρώπης.

Οι Σιατιστινοί έμποροι είχαν έντονη παρουσία στο βασικό εξαγωγικό λιμάνι των δυτικών Βαλκανίων, που ήταν αυτήν την εποχή το Δυρράχιο, και συμμετείχαν στον μεγάλο ανταγωνισμό με άλλες εμπορικές δυνάμεις, όπως η Γαλλία και η Αγγλία που διεκδικούσαν τον έλεγχο μεγαλύτερου τμήματος από το εμπόριο της Βενετίας[8]. Το 1705 αναλαμβάνει με ειδικό σουλτανικό φιρμάνι ως γραμματέας, στο λιμάνι,  στη σκάλα του Δυρραχίου, ο Σιατιστινός  Δημήτριος Χατζητριανταφύλλου, ενώ το 1710 ο Ιωάννης Νεράντζης έγινε ενοικιαστής των τελωνειακών δασμών, μια βασική λειτουργία ελέγχου της κίνησης του λιμανιού, ο οποίος στη διάρκεια του βενετοτουρικού πολέμου  (1714-1718) ορίστηκε και πρόξενος της Αγγλίας στο Δυρράχιο.

Σιγά σιγά όμως, από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, το εμπόριο των Σιατιστινών με τη Βενετία περιορίστηκε και μετατοπίστηκε προς τις πόλεις της Αυστροουγγαρίας με κύριους πόλους αναφοράς τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη. Τη μείωση αυτή επισημαίνουν από το 1726 οι πρόξενοι της Βενετίας, και αποδίδουν αυτήν την αλλαγή εμπορικού προορισμού στις καλύτερες τιμές που βρίσκουν οι έμποροι στην Αυστροουγγαρία[9]. Ο βασικός όμως λόγος ήταν οι βαρείς δασμοί  που επέβαλε η Βενετία στα εισαγόμενα είδη από την οθωμανική αυτοκρατορία, τακτική που απέβλεπε στην προστασία του βενετικού εμπορίου και της ναυτιλίας της «Γαληνότατης Αυτοκρατορίας».

  1. Αυστροουγγαρία

Η Σιάτιστα και γενικότερα η Δυτική Μακεδονία είχαν καλές παραδοσιακές σχέσεις με την Αυστρία και ειδικότερα με τη Βιέννη και κατά τους προηγούμενους αιώνες, από την εποχή του Βυζαντίου ακόμη. Οι Δυτικομακεδόνες είχαν εμπορική και πνευματική συνεργασία με την αυστριακή πρωτεύουσα από τον 15ο  αιώνα. Η σχέση αυτή εντάθηκε το 18ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά την αυστροτουρκική συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718), η οποία έδωσε ελκυστικά προνόμια στους εμπορευόμενους και ναυτιλλόμενους οθωμανούς υπηκόους. Την εμπορική όμως αύξηση και προσέλκυση εμπόρων πρόσφερε η ίδια η Αυστρία, η οποία, προκειμένου να χτυπήσει την ανταγωνίστριά της Βενετία, έδωσε προνομιακούς τελωνιακούς δασμούς  ως και 30%  σε όλους εκείνους που έκαναν εμπόριο με προϊόντα της Ανατολής. Οι πιο κερδισμένοι από τους λαούς αυτούς (Εβραίους, Αρμένιους, ελάχιστους Τούρκους) ήταν οι Έλληνες οι οποίοι κατευθύνθηκαν προς τις πόλεις της Αυστροουγγαρίας.

Οι Σιατιστινοί σε συνεργασία με άλλους Μακεδόνες εγκαταστάθηκαν σε αρκετές πόλεις της Αυστρίας και Ουγγαρίας και δραστηριοποιήθηκαν σε όλη την γκάμα των επαγγελμάτων εμπορίου. Δεν οργανώθηκαν σε ξεχωριστούς εθνοτοπικούς συλλόγους, αλλά συνεργάστηκαν εμπορικά και κοινωνικά κυρίως με Κοζανίτες, Μοσχοπολίτες, Καστοριανούς, Μπλατσιώτες και Κλεισουριώτες[10]. Πρωτοστάτησαν σε όλες σχεδόν τις συσσωματώσεις των Ελλήνων της Αυστροουγγαρίας, σε εμπορικούς οίκους, εμπορικές κομπανίες, ελληνικές κοινότητες και παροικίες. Ο Σέρβος μελετητής της βαλκανικής οικονομίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας και ειδικά των πραγματευτάδων, Τραϊανός Στογιάνοβιτς, αποδίδει την οικονομική επιτυχία των βαλκάνιων ορθόδοξων εμπόρων  στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης το 18ο αιώνα, στη λιτότητα, την επιμονή, την πανουργία, τον οικογενειακό χαρακτήρα των επιχειρήσεων και την απουσία μεσαζόντων[11]. Γύρω στα 1800 περίπου πολλοί εμπορικοί οίκοι της Σιάτιστας, όπως και πολλών Ελλήνων, πτώχευσαν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης στην Αυστρία που ακολούθησε τον ατυχή πόλεμο της Αυστρίας με τη Γαλλία[12]. Ο μεγαλύτερος αριθμός εγκατάστασης Σιατιστέων παρατηρείται στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη και το Κέτσκεμετ της Ουγγαρίας. Θα αναφερθούμε κατά κοινότητα μόνο στην παρουσία και τη δράση των Σιατιστινών και όχι συνολικά στη δραστηριότητα κάθε ελληνικής παροικίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι παροικίες αυτές και η εγκατάσταση Σιατιστινών γινόταν στις πόλεις κατά μήκος των εμπορικών δρόμων που ακολουθούσαν τα εμπορεύματα κατά τη μεταφορά τους από τη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία ως την Αυστροουγγαρία. Σε δεύτερη φάση, όταν δυνάμωσαν οικονομικά, οι Δυτικομακεδόνες έμποροι εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα εμπορικά και οικονομικά κέντρα της παραδουνάβιας αυτοκρατορίας και εξελίχτηκαν σε μεγαλεμπόρους, κτηματίες και τραπεζίτες. Κύρια πηγή εντοπισμού και άντλησης των ονομάτων είναι οι απογραφές και ονομαστικές καταγραφές Ελλήνων εμπόρων που έγιναν από τις τοπικές αρχές στη διάρκεια του 18ου αιώνα καθώς και τα δημοτικά πρωτόκολλα των πόλεων όπου είχαν εμπορικές δραστηριότητες ή εγκαταστάθηκαν Σιατιστινοί.

 Βιέννη

Η Βιέννη υπήρξε κατά το 18ο αιώνα το κέντρο της ελληνικής διασποράς και χώρος αναφοράς για τους απόδημους Μακεδόνες. Ήταν επόμενο, σ’ αυτό το μεγάλο  οικονομικό και πνευματικό χωνευτήρι της κεντρικής Ευρώπης ν’ αναζητήσουν την τύχη τους πολλοί  Σιατιστινοί, που αποτέλεσαν μαζί με άλλους Δυτικομακεδόνες τον πυρήνα της ελληνικής παροικίας των «Τουρκομεριτών Ρωμαίων». Η Βιέννη έχει ιδιαίτερη σχέση με τη Σιάτιστα καθώς γόνοι της ήταν οι εκδότες Μαρκίδες Πούλιου που εξέδωσαν στην αυστριακή πρωτεύουσα το 1791 την ελληνική εφημερίδα με τον τίτλο «Εφημερίς»[13]. Στην ίδρυση του «Αδελφάτου» της ελληνικής κοινότητας και στους αγώνες για την αποκλειστική απόδοση της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου στην ελληνική παροικία πήραν ενεργό μέρος αρκετοί Σιατιστινοί, όπως οι Ιωάννης Κωνσταντίνου, Δήμος Χατζη-Κώτσιου, Νικόλαος Δημητρίου και Παύλος Χατζημιχαήλ. Το 1776-77 στο διοικητικό συμβούλιο της παροικίας, τη «Δωδεκάδα», συμμετείχαν οι Σιατιστινοί Λάζαρος Μιχαήλ, Δήμος Χατζη-Κώτσιου ή Χατζη-Κώτση, Νικόλαος Δημητρίου, Κωνσταντίνος Κόιου κ.α. Η παρουσία Σιατιστινών στη διοίκηση της παροικίας ήταν σταθερή και τα επόμενα χρόνια.

Σύμφωνα με την απογραφή του 1767, στη Βιέννη ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι οι παρακάτω έμποροι από τη Σιάτιστα: Κωνσταντίνος Χατζηιωάννου, συνεταίρος με τον πατέρα του Ιωάννη και τον γαμπρό του Γεώργιο Μανούση που έμειναν στη Σιάτιστα. Διατέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της «Δωδεκάδας» του Αγίου Γεωργίου (1779-1784). Ο εμπορικός οίκος, που εισήγαγε προϊόντα της Ανατολής, έφερε την επωνυμία «Αδελφοί Χατζη-Ιωάννου και Συντροφία». Επίσης οι Δούκας  Μιχαήλ, Μήτσος ή Δημήτριος Ψαράς, ο οποίος ήταν συνεταίρος του Νικολάου Χατζημιχαήλ, Λιότας Πολύζος, Νικόλαος Λαζάρου, συνεταίρος των Νίκου και Παύλου Χατζημιχαήλ και του Θεόδωρου Κων. Μανούση, Δήμος Χαψάς, Δήμος Μαυρουδής, Δημήτριος Χατζη-Κώτσιος, Ιωάννης Ρούσσης, Γεώργιος Κωνσταντίνου, Γεώργιος Λαζάρου, Μάρκος Δημητρίου, Θωμάς Δημητρίου κ.ά.

Οι εμπορικοί οίκοι των Σιατιστέων εισήγαγαν κυρίως μακεδονικά προϊόντα (μαλλιά, βαμβάκι, κόκκινο νήμα, κατεργασμένα αιγοδέρματα (τα λεγόμενα μαροκινά), γουναρικά, κερί, κρόκο, και έστελναν στις οθωμανικές αγορές  βιομηχανικά προϊόντα, υφάσματα, μουσελίνες, κρύσταλλα, εργαλεία και αργυρά καισαροβασιλικά τάληρα[14]. Το εμπόριο ευρωπαϊκών  ισχυρών νομισμάτων με την Ανατολή ήταν για πολλούς Έλληνες εμπόρους μια κερδοφόρα επιχείρηση.

Δυό σιατιστινές οικογένειες, των τριών αδελφών Νίκου, Παύλου και Δούκα Χατζημιχαήλ και του Μανούση, αναδείχτηκαν στις κορυφαίες των Ελλήνων στη Βιέννη. Ήταν δύο από τους σημαντικότερους εμπορικούς οίκους της Βιέννης που είχαν συναλλαγές με όλη την Ευρώπη και την οθωμανική αυτοκρατορία. Ο εμπορικός οίκος των Χατζημιχαήλ διατηρήθηκε επί τρεις γενιές, ενώ το διάσημο όνομα χάθηκε μετά τη θηλυγονία που είχαν και οι τρεις γιοι του γιου του Νικολάου, Δημητρίου.  Ο Νίκος Χατζημιχαήλ έχτισε στη Χώρα (συνοικία της Σιάτιστας) το 1757 ένα μεγαλοπρεπές αρχοντικό, χαράζοντας με περηφάνια το εμπορικό του σύμβολο που ήταν ένα σχέδιο καρδιάς με τα αρχικά του ονόματός του ΝΧ.  Το σπίτι  του σώζεται ως σήμερα με το όνομα Κανατσούλη, καθώς μία από τις κόρες του Αθανασίου Δημητρίου Χατζημιχαήλ, η Αγνή, που ήταν κληρονόμος του αρχοντικού, παντρεύτηκε τον γιατρό Αθανάσιο Κανατσούλη[15], ο οποίος  επέστρεψε στη Σιάτιστα, κι έζησε στο αρχοντικό, έκανε δυο παιδιά, τον Κωνσταντίνο και τον Αθανάσιο και   πέθανε πολύ νέος, σε ηλικία 31 χρόνων.

Ο Γεώργιος και ο Θεόδωρος Μανούσης έμεναν ακόμη στη Σιάτιστα με τον εμπορευόμενο πατέρα τους Κωνσταντίνο όταν έχτισαν το σωζόμενο ως σήμερα αρχοντικό τους, που τέλειωσε το 1763. Ο Γεώργιος εγκαταστάθηκε στη Βιέννη και ίδρυσε εμπορικό οίκο με μεγάλη εμβέλεια συναλλαγών και οικονομική επιφάνεια. Η οικογένεια Μανούση, όπως σημειώνει ο βιογράφος τους Γεώργιος Λάιος «έχει να επιδείξει στην τρίτη γενιά όχι μόνο ικανούς εμπόρους, αλλά και φιλομαθείς εκπροσώπους και φιλογενείς πνευματικούς φορείς (όπως  τον αντιγραφέα χειρογράφων  και συνεργάτη του Ρήγα Βελεστινλή Αθανάσιο Μανούση). Στην τέταρτη γενιά η πνευματική προσφορά της οικογένειας προς το Έθνος  κορυφώνεται με τον Θεόδωρο Χριστοδούλου Μανούση, τον πρώτο καθηγητή της Πολιτειολογίας και της Ευρωπαϊκής  Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τον μεγαλύτερο πνευματικό ευεργέτη της Σιάτιστας»[16].  Διάφορα κληροδοτήματα του Ιωάννη Μανούση και ιδιαίτερα η Μανούσειος Βιβλιοθήκη στη Σιάτιστα, είναι η τεράστια πατριωτική και πνευματική δωρεά της οικογένειας  Μανούση με το μεγάλο γενεαλογικό δέντρο της[17].

Πέρα από την οικονομική και κοινωνική δράση, οι Σιατιστινοί της Βιέννης συνέβαλαν στην πνευματική ζωή των Ελλήνων της πόλης και του ελληνισμού γενικότερα. Ο Σιατιστινός λόγιος Μιχαήλ Παπαγεωργίου, μαθητής του Ευγενίου Βούλγαρη, δίδαξε στη Βιέννη και σε άλλα ελληνικά σχολεία της Ουγγαρίας. Ο Θωμάς Δημητρίου, εκτός από τις εμπορικές ασχολίες έγραψε και εξέδωσε μια Γραμματική της ιταλικής γλώσσας στην οποία δημοσιεύονται και έξι ηρωελεγεία, δηλαδή μικρά ποιήματα σε αρχαϊκή διάλεκτο, με τα οποία εξυμνείται  η «περίπυστος [περίφημος] Σιάτιστα», το «κλέος της Ελλάδος»[18] όπως έγραφαν. Συνέγραψε επίσης και δύο σημαντικά πρακτικά εμπορικά βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν ως εγχειρίδια από τους μαθητευόμενους εμπόρους της εποχής του[19].  Εμπορική οικογένεια ήταν  ο πατέρας Μάρκος και τα  παιδιά του  Πούλιος ή Πούπλιος και Γεώργιος Πούλιος. Τα δυο αδέρφια γνωστοί ως Μαρκίδες Πούλιου (οι γιοι του Μάρκου δηλαδή), υπήρξαν  τυπογράφοι και δημοσιογράφοι, συνεργάτες του εθνεγέρτη Ρήγα Βελεστινλή.

Στην εθνική πρόσκληση του Ρήγα ανταποκρίθηκαν αρκετοί Σιατιστινοί κάτοικοι της Βιέννης είτε ως χορηγοί είτε ως άμεσοι συνεργάτες του. Ανάμεσά τους ήταν οι έμποροι Κωνσταντίνος Δούκας, Αθανάσιος Γ. Μανούσης, Θεοχάρης  Γ. Τορούντζιας[20] και ο φοιτητής Ιατρικής Κωνσταντίνος Καρακάσης. Ο Τορούντζιας  βρήκε μαρτυρικό θάνατο μαζί με τον Ρήγα στο Βελιγράδι, ενώ το τυπογραφείο των Μαρκίδων όπου τύπωνε τα βιβλία του ο εθνεγέρτης έκλεισε οριστικά και ο ίδιοι γλίτωσαν φεύγοντας από τη Βιέννη[21].

Σεμλίνο (Ζέμουν)

Το Σεμλίνο ή Ζέμουν, που βρίσκεται στις όχθες του Δούναβη, απέναντι από το Βελιγράδι, στη συμβολή του μεγάλου ποταμού με τον παραπόταμό του Σάβα, ήταν ο πρώτος και βασικότερος συνοριακός σταθμός ανάμεσα στην Τουρκία και την Αυστρία. Εξαιτίας της στρατηγικής και εμπορικής θέσης προσέλκυσε εκατοντάδες Έλληνες, ανάμεσά τους  πολλούς Σιατιστείς, που έμειναν στην πόλη και άσκησαν διάφορα επαγγέλματα. Δεν είναι ξεκαθαρισμένο πόσοι Σιατιστινοί εγκαταστάθηκαν  στο Σεμλίνο. Στο «Βιβλίο των μνημονευομένων τεθνηκότων» της πόλης, που ανάγεται στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όπου σημειώνονται και όσοι είχαν βοηθήσει το ελληνικό σχολείο του Σεμλίνου, αναγράφονται 318 ομογενείς μεταξύ των οποίων οι 8 προέρχονταν από τη Σιάτιστα[22]. Σύμφωνα με άλλη καταγραφή[23], στο Σεμλίνο διέμειναν ο Γεώργιος Μουτσιόπουλος ή Χαρχάλης, υφασματέμπορος, Νικόλαος  Μουτσιόπουλος ή Χαρχάλης, υφασματέμπορος, (;)  Νταλιανίδου,  αδελφή του Απόστολου Στρακαλή.

Μια από τις σημαντικές σιατιστινές οικογένειες του Σεμλίνου είναι του εμπόρου Ναούμ Δημητριάδη-Μωραϊτη που έφτασε στο Σεμλίνο το 1812. Μπήκε στην ανώτερη τάξη των Ελλήνων της πόλης και παντρεύτηκε την πλούσια Μαρία  Χατζημπάκη από το Μπλάτσι Κοζάνης. Παρά τη μεγάλη νοσταλγία να επισκεφτεί την πατρίδα του δεν κατέστη δυνατό να το πραγματοποιήσει[24]. Ο Ναούμ Δημητριάδης που εμπορευόταν σε αρκετές πόλεις, πέρα από το Σεμλίνο, πέθανε στη Βιέννη το 1866.

Χαρακτηριστικό της επιρροής που ασκούσαν στην τοπική κοινωνία οι Σιατιστινοί του Σεμλίνου, αλλά και της φιλομάθειάς τους είναι το γεγονός ότι ο πρώτος ελληνοδιδάσκαλος του ελληνικού σχολείου, ο λόγιος Γεώργιος Αυξεντιάδης (πέθανε το 1813), που  καταγόταν από το Ζουπάνι, τον σημερινό Πεντάλοφο Βοϊου, με τη διαθήκη του όρισε η μεγάλη βιβλιοθήκη του να περιέλθει στα σχολεία της Σιάτιστας[25].

Κέτσκεμετ

Το Κέτσκεμετ της Ουγγαρίας, πέρα από τη σημασία που είχε ως εμπορικό κέντρο μιας μεγάλης περιφέρειας, ήταν και το θρησκευτικό κέντρο των ορθόδοξων Ελλήνων που ζούσαν στα γύρω 20 περίπου χωριά, ανάμεσα στους ποταμούς Δούναβη και Τίσσα.  Από τα τέλη του 17ου αιώνα συναντούμε στο Κέτσκεμετ απόδημους από τη Σιάτιστα. Το 1698 έμποροι από τη μακεδονική πόλη, μαζί με άλλους  Έλληνες, «ημείς οι ευρισκόμενοι εις το Κεσκεμέτι πραμματευτάδες», όπως έγραφαν στο ελληνικό κείμενο, προσυπογράφουν την ίδρυση μιας εμπορικής κομπανίας, μιας μετοχικής εταιρίας, που ανανεώθηκε αρκετές φορές και τον επόμενο αιώνα από τις ουγγρικές αρχές. Η κομπανία προσυπέγραψε και ένα συμφωνητικό με την τοπική δημοτική αρχή, επιβεβαιώνοντας την παράδοση της ελληνικής διασποράς ότι οι πραγματευτάδες ενδιαφέρονταν πέρα από την δική τους τύχη στα ξένα και για την πνευματική ανάπτυξη της παροικίας αλλά και της γενέτειράς τους[26]. Είναι ένα πρωτόκολλο συνεργασίας, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και καλής εμπορικής συμπεριφοράς, αλλά παράλληλα έθεταν θεσμικά και τις βάσεις για αυτοδιοίκηση και προώθηση των κοινοτικών και εκπαιδευτικών συμφερόντων της ελληνικής παροικίας[27].

Το 1719 πρόεδρος της κομπανίας εκλέχτηκε ο Δήμος  Καπλάνης, αντιπρόεδροι της κομπανίας κατά καιρούς στη διάρκεια του 18ου αι. διατέλεσαν οι Σιατιστινοί Χρήστος Πέγιου, Δημήτριος Λαζάρου, Γεώργιος Μίσιος, Θεόδωρος Διαμαντής, Ιωάννης Παπαγεωργίου, Παύλος Πούλιος, Δημήτριος Δρόλιος. Οι απογραφές του 1768-1769 δείχνουν ότι στο Κέτσκεμετ είχαν εγκατασταθεί αρκετοί νεότεροι απόδημοι Σιατιστινοί. Ανάμεσά τους ήταν οι Κώστας Αργύρης, Θεόδωρος Διαμαντή, Διαμαντής Θεοδώρου, Κωνσταντίνος Τούλιος, Μαρτίνος ή Μάρκος Γκουμίλας, Νικόλαος Στεφάνου, Γεώργιος Κωνσταντίνου ή Κώστα, Κωνσταντίνος Χατζή-Νικόλα, Αναστάσιος Πραμάτιας ή Θωμάς Πασχάλης, Γεώργιος Παύλου Δρόχλιας ή Γεώργιος Μποζάκας, Θεόδωρος Γεωργίου ή Δρόχλια, Παύλος Γεωργίου Δρόχλιας, Γεώργιος Κωνσταντίνου, Νικόλαος Δρόχλιας, Θωμάς Αντράνοβιτς, Παύλος Πούλιος,  Πούλιος ή Παύλος Γεωργίου Δρόχλια, Μιχαήλ Νίκου Χατζής, Αναστάσιος Γεωργίου, Νικόλαος Διαμάντης, Ιωάννης  και Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου  και άλλοι.

Στο σχολείο της ελληνικής κοινότητας του Κέτσκεμετ, που ιδρύθηκε το 1750, δίδαξε, μεταξύ άλλων, και ο Σιατιστινός Γεώργιος Παπ (της οικογένειας Παπαγεωργίου), ενώ στην κοινοτική βιβλιοθήκη δώρισαν βιβλία οι συμπατριώτες τους λόγιοι Γεώργιος Ζαβίρας και Μιχαήλ Παπαγεωργίου.

Πέστη

Στην Πέστη (Βουδαπέστη) εγκαταστάθηκαν αρκετοί Σιατιστινοί, στα σχολεία του μεγάλου κέντρου του απόδημου ελληνισμού δίδαξε ο  Σιατιστινός Μιχαήλ Παπαγεωργίου και στην πόλη δραστηριοποιήθηκε και άφησε την πνευματική του περιουσία ο Γεώργιος Ζαβίρας.

Ο Γεώργιος Ζαβίρας, που γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1744, είναι ένα από τα σημαντικότερα τέκνα της που έζησαν και δόξασαν το όνομα της γενέτειράς τους στα ξένα. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές κοντά σε ονομαστούς δασκάλους στη Σιάτιστα και σε ηλικία 16 χρόνων πήγε στην Ουγγαρία όπου εργάστηκε σε διάφορες πόλεις ως εμποροϋπάλληλος. Παράλληλα με το εμπόριο έμαθε ξένες γλώσσες και μελέτησε τους αρχαίους συγγραφείς, καθώς και μαθηματικά και φιλοσοφία, χωρίς ωστόσο να κάνει συστηματικές σπουδές. Πραγματοποίησε πολλά ταξίδια σε πόλεις της Ευρώπης για να ικανοποιήσει τα εμπορικά και προπαντός τα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Μετέφρασε πολλά ξένα έργα και συνέγραψε πάνω από 15 έργα δικά του, που κάλυπταν όλο το φάσμα των προβληματισμών της εποχής του από την ιστορία και τη φιλοσοφία ως την αστρονομία, την ιατρική και το εμπόριο. Με τη συγγραφή των πολυάριθμων έργων του ο Ζαβίρας απέβλεπε στην υπεράσπιση της θρησκείας του από τις κακόβουλες επιθέσεις ετεροδόξων, στη μόρφωση των ομογενών του και την εξυπηρέτηση του πρώτου στόχου για τον υπόδουλο ελληνισμό που ήταν η εθνική ανεξαρτησία. Ο μεγάλος αυτός πατριώτης και λόγιος πέθανε στην Πέστη το 1804 κληροδοτώντας τη βιβλιοθήκη του και τα χειρόγραφά του στην Ελληνική Κοινότητα της Πέστης. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του ευδόκησε να δημοσιευτεί πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. Είναι το έργο «Νέα Ελλάς» που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1872 από τον ιστορικό Γεώργιο Κρέμο. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Γεώργιος Λάιος, «Η Νέα Ελλάς»  του Ζαβίρα «είναι η βίβλος γενέσεως και αγωνιστικής σταδιοδρομίας του πνεύματος των νεωτέρων Ελλήνων σε όλους τους αιώνες της δουλείας». Από το έργο αυτό άντλησαν στοιχεία πολλοί νεότεροι ερευνητές του νέου ελληνισμού και ιδιαίτερα ο καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Σάθας[28].

Στην Πέστη έζησε και εργάστηκε ως έμπορος ο Θεόδωρος Χατζηιωαννίδης, ο οποίος όταν πέθανε το 1875 κληροδότησε στη Σιάτιστα 2.000 για τα σχολεία της γενέτειράς του και 4.000 φιορίνια για τους απόρους της πόλης. Δημότης Πέστης υπήρξε και ο Ιωάννης Θ. Μανούσης, της μεγάλης οικογένειας Μανούση, έμπορος και  εμπορομεσίτης ανατολικών ειδών, πού πήρε και δίπλωμα ευγενείας από τον αυτοκράτορα της  Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκο τον Α΄[29].

  1. Σερβία και πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες

Σε αρκετές πόλεις της τουρκοκρατούμενης Σερβίας εγκαταστάθηκαν πολλοί Σιατιστινοί, ιδίως σ’ αυτές που αποτέλεσαν τους εμπορικούς σταθμούς κατά μήκος των εμπορικών δρόμων. Εκεί άσκησαν όλα τα επαγγέλματα που έχουν σχέση με την εξυπηρέτηση των εμπόρων (εμπορικοί οίκοι, υποκαταστήματα εμπορικών εταιριών, εμπορικά καταστήματα, ξενοδοχεία, τυπογραφεία κλπ.). Πέρα από τους κατεξοχήν εμπορευόμενους, που αποτελούν τον πυρήνα κάθε παροικίας, δραστηριοποιούνται και σε άλλα επαγγέλματα που υποστηρίζουν κατά κάποιο τρόπο τους βασικούς συντελεστές του εμπορίου, που αποτελεί τη βασική ενασχόληση των απόδημων Σιατιστινών. Αναφέρουμε τις σημαντικότερες παροικίες Σιατιστινών στη Σερβία και ενγένει στις παλιές λεγόμενες Γιουγκοσλαβικές χώρες.

     Σκόπια

Στα Σκόπια δεν υπήρξε μεγάλη εγκατάσταση Σιατιστινών. Τον 19ο αιώνα διαμένει στην πόλη ο Αργύριος Ζάχος ως αντιπρόσωπος της αλευροβιομηχανίας Αλλατίνι της Θεσσαλονίκης και ο Αναστάσιος Δ. Λαζάρου, λογιστής της ίδιας αλευροβιομηχανίας. Αναφέρονται επίσης οι αδελφοί Δίζγκα ως κτηνοτρόφοι και καφεπώλες και ο Ιωάννης Γεωργίου Λαζάρου, ζαχαροπλάστης. Στα τέλη του 19ου αιώνα εγκαταστάθηκε στα Σκόπια ο Δημήτριος Τσιστόπουλος που μετακόμισε αργότερα στο Βελιγράδι.

Νίσσα  (Νις)

Η πόλη Νις ήταν εμπορικός κόμβος όπου συνέβαλαν οι εμπορικοί δρόμοι από τη Μακεδονία και τη Θράκη, πριν από το άνοιγμά τους προς το Βελιγράδι. Αποτέλεσμα αυτού του εμπορικού τοπογραφικού ενδιαφέροντος ήταν να εγκατασταθούν στη Νίσσα αρκετοί  Σιατιστινοί έμποροι και επαγγελματίες. Αναφέρονται οι Γεώργιος και Δημήτριος Αγόρας, έμποροι αποικιακών, Δημήτριος Αγόρας, έμπορος αποικιακών, Δημήτριος Βασ. Χιόνος, έμπορος αποικιακών, και οι επαγγελματίες Μηνάς Μιχαήλ Βέρρος, σιδηρουργός, Ιωάννης Βουλγαρόπουλος, αρτοποιός, Θεόδωρος Καλαμπούκας, ποτοποιός, Ανδρέας Καραγκούνης, αρτοποιός, Αλέξανδρος Μουλατζίκης, υφασματοπώλης και ζαχαροπλάστης, Δημήτριος Μουλατζίκης, υφασματοπώλης και ζαχαροπλάστης, Δημήτριος Τσικαρίδης, ποτοποιός[30].

   Κραγκούγιεβατς

Η ελληνική παροικία του Κραγκούγιεβατς δημιουργήθηκε κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα. Ανάμεσα στους Μακεδόνες απόδημους συμπεριλαμβάνονταν και αρκετοί Σιατιστινοί, μεταξύ των οποίων ο έμπορος σιτηρών Νικόλαος Κ. Δούκας, οι έμποροι δερμάτων Ιωάννης Καλτσιός ή Τριανταφύλλου, Δημήτριος Κων. Καπνουκάγιας, Ιωάννης Αν. Πότσιου, Κωνσταντίνος  Αν. Πότσιου, Παναγιώτης Αν. Πότσιου, ο έμπορος αποικιακών Θωμάς Γ. Λαδάς, Χριστόδουλος Μπούρος, ο έμπορος ψιλικών Ναούμ Γ. Λαδάς, οι υφασματέμποροι Γεώργιος Δέσπου, Θεόδωρος Μπούρος, οι αλευροποιοί  Κωνσταντίνος Ιων. Κλώνταρης, Παναγιώτης Ιων. Κλώνταρης, η παντοπώλις Ασπασία Καπετανοπούλου, ο καπνοπώλης Τριαντάφυλλος Γ. Λαδάς κ.ά[31].

Ο Δημήτριος Καλτσιός ή Τριανταφύλλου υπήρξε ευεργέτης του δημοτικού σχολείου της Χώρας Σιάτιστας. Με διαθήκη το 1885 άφησε την ακίνητη περιουσία του στο Κραγκούγιεβατς (4 καταστήματα, 3 κατοικίες, 2 αποθήκες έναν κήπο κι ένα οικόπεδο) συνολικής αξίας 17 χιλ. δολαρίων, σύμφωνα με προπολεμική εκτίμηση. Η περιουσία αυτή απαλλοτριώθηκε από το μεταπολεμικό κομμουνιστικό καθεστώς της  Γιουγκοσλαβίας και ύστερα από διαπραγμάτευση με τους διαχειριστές του κληροδοτήματος δόθηκαν στο σχολείο 120.000 δραχμές[32].

Κρούσεβατς

Στην πόλη Κρούσεβατς εγκαταστάθηκε το 1885 ο δερματέμπορος Νικόλαος Κατσανίκος με τη γυναίκα του Ασπασία, που έκαναν οικογένεια με εφτά παιδιά. Τα άρρενα παιδιά μορφώθηκαν στα εμπορικά σχολεία και την Εμπορική Ακαδημία Βελιγραδίου. Από τα παιδιά τους ο Γεώργιος και ο Ιωάννης άνοιξαν καταστήματα αποικιακών στο Κρούσεβατς. Ο Δημήτριος σταδιοδρόμησε ως δερματέμπορος κυρίως  στο Βελιγράδι και απόκτησε μεγάλη περιουσία. Πολέμησε στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο κι έφτασε ως την Αλγερία στο πλευρό των Σέρβων, αλλά έχασε την περιουσία στα δύσκολα πολεμικά χρόνια και πέθανε το 1920 δουλεύοντας ως λογιστής σε πλοίο του Δούναβη. Απόχτησε με τη Σερβίδα γυναίκα του οχτώ παιδιά που φοίτησαν σε οικονομικά σχολεία. Όλα είχαν σερβικά ονόματα και είχαν καλή επαγγελματική εξέλιξη στην ανώτερη τάξη της σερβικής κοινωνίας[33].

Ποζάρεβατς

 Στο Ποζάρεβατς, μια πόλη κοντά στο Βελιγράδι, γνωστή από την ομώνυμη συνθήκη του 1718, ζούσαν, ανάμεσα σε αρκετούς Μακεδόνες και Ηπειρώτες, ο Σιατιστινός έμπορος αποικιακών Ναούμ Δημ. Δέρρος και οι συμπατριώτες του  παντοπώλες Δημήτριος, Γιαννάκης και Μιχαήλ Κουκουλίδης[34]. Ο οικογενειακός τάφος του Γιαννάκη Κουκουλίδη βρίσκεται στο κοιμητήριο του Ποζάρεβατς[35]. Ο Μιχαήλ Κουκουλίδης γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1872 και εγκαταστάθηκε από μικρό παιδί, το 1884, στο  Ποζάρεβατς, όπου ήταν εγκαταστημένος ο μεγαλύτερος αδερφός του  Ιωάννης, ασκώντας το επάγγελμα του γουνέμπορου. Έμεινε στην πόλη 25 χρόνια και μετέφερε τις εμπορικές δραστηριότητές του στο Βελιγράδι όπου ίδρυσε μεγάλο κατάστημα νεωτερισμών, αποκτώντας μεγάλη περιουσία. Η έντονη νοσταλγία του όμως τον έφερε στην πατρίδα. Μετακόμισε οριστικά το 1927 στη Θεσσαλονίκη σε ιδιόκτητη πολυκατοικία της οδού Τσιμισκή, την οποία μετά θάνατο το 1954 την κληροδότησε στη γενέτειρά του για αγαθοεργούς σκοπούς[36].

Ο Ναούμ Δέρρος γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1879, τέλειωσε το γυμνάσιο Τσοτυλίου και εγκαταστάθηκε στο Ποζάρεβατς όπου διατηρούσε κεντρικό κατάστημα αποικιακών. Παντρεύτηκε τη Σιατιστινή Αλεξάνδρα Κούγια και έκαναν δυο κόρες που παντρεύτηκαν Έλληνες. Πέθανε το 1943 και ο οικογενειακός τάφος του βρίσκεται στη σερβική πόλη[37].

Βελιγράδι

Μεγάλη παροικία Σιατιστινών ήταν εγκαταστημένη στη σερβική πρωτεύουσα και ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο. Αρκετούς άγνωστους Σιατιστινούς των ετών 1826 και 1845 κατέγραψε από σερβικά αρχεία ο Ιωάννης Παπαδριανός[38] . Οι περισσότεροι έχουν ονόματα με τη σερβική κατάληξη –ιτς, μια συνήθεια που είχαν οι Έλληνες απόδημοι της Σερβίας κατά το 19ο αιώνα, για λόγους οικονομικής διευκόλυνσης στην ξένο τόπο και κοινωνικής προβολής. Εξηγώντας αυτήν την τακτική ο μελετητής των Ελλήνων αποδήμων στις γιουγκοσλαβικές χώρες καθηγητής Γιάννης Παπαδριανός τονίζει: «η αλλαγή των επωνύμων των Ελλήνων αποδήμων, όπως έχει αποδειχτεί από αδιάσειστα στοιχεία, δεν είχε καμιά σχέση με τις σκέψεις, τα αισθήματα, τις ενέργειες και, σε τελική ανάλυση, με την εθνική τους συνείδηση»[39].

Τα ονόματα που συγκέντρωσε από διάφορες πηγές ο Παπαδριανός είναι: Δημήτριε Γκεοργίεβιτς, Λάζαρ Γκεοργίεβιτς, Λάμπρος Γκεοργίεβιτς, Πάντος Κασνάρη, Τεοντόρ Κουσταντίνοβιτς, Μανόλιο Λαζάρεβιτς, Τεοντόρ Λαζάρεβιτς, Ιωάννης Λαζάρου, Μιχαήλ Μακαρίεβιτς, Βασίλιε Μαράντου, Δημήτριος Πασιώτας, Δημήτριος Πυρίνη και Σπειρίδων (sic) Πυρίνη. Επίσης και οι οικογένειες των Γιαννάκη Χατζηνικολάγιεβιτς, Γεωργίου (Λούτζα) Χατζηνικολάγιεβιτς και Θεοδοσίου Χατζηνικολάγιεβιτς. Το γενεαλογικό δέντρο των δυο τελευταίων είναι μεγάλο και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως καταγράφεται στα επιτύμβια των οικογενειακών τάφων που βρίσκονται στο νέο κοιμητήριο του Βελιγραδίου[40].

Στις αρχές του εικοστού αιώνα ζούσαν στο Βελιγράδι οι παρακάτω Σιατιστινοί, που ασχολούνταν κατά πλειονότητα με το εμπόριο: οι έμποροι Αναστάσιος Τζιάκος ή Λαζάρου, Χρήστος Τζιάκος ή Λαζάρου, οι δερματέμποροι Γεώργιος Παύλου Κατσανίκος, Δημήτριος Νικ. Κατσανίκος, Παύλος Νικ. Κατσανίκος, Θεόδωρος Παν. Κλώνταρης, Ιωάννης Παν. Κλώνταρης, Κωνσταντίνος Παν. Κλώνταρης, οι υφασματέμποροι Βασίλειος Παν. Καζαντζής, Νικόλαος Παν. Καζαντζής, Δημήτριος Σακελλαρίδης, Νέστωρ Γεωργίου Τσιστόπουλος, ο έμπορος ταπήτων και γουναρικών Μιχαήλ Κουκουλίδης, οι ποτοποιοί Δημήτριος Γεωργίου Τσιστόπουλος και Χριστόδουλος Γεωργίου Τσιστόπουλος. Καταγράφονται επίσης ο Αναστάσιος  Παν. Κλώνταρης, οδοντίατρος, διευθυντής Κλινικής και ο Τριαντάφυλλος Καλτσιός, γραμματεύς[41].

Ο Δημήτριος Γεωργίου Τσιστόπουλος, που παντρεύτηκε το 1886 τη Θεολογία, το γένος Νικολάου Κουκουλίδη, και δραστηριοποιήθηκε ως έμπορος και ποτοποιός στα Σκόπια και το Βελιγράδι, υπήρξε μέγας ευεργέτης της Σιάτιστας. Το άτεκνο ζευγάρι που παλιννόστησε και εγκαταστάθηκε το 1926 στη Θεσσαλονίκη κληροδότησε την ακίνητη περιουσία του σε ίδρυμα με τη βούληση των διαθετών να ιδρυθεί  διοικητήριο στη Σιάτιστα, που στεγάζει σήμερα το δημαρχείο της πόλης[42]. Δωρεά της οικογένειας Τσιστόπουλου είναι και το διδακτήριο του παρθεναγωγείου Γεράνειας.

Σποραδικά Σιατιστινούς βρίσκουμε και σε άλλες πόλεις στις χώρες της παλιάς Γιουγκοσλαβίας, την Αυστρία και την Ουγγαρία. Στα Βελεσά (Βέλες), το Μοναστήρι (Μπίτολα) και την Θεσσαλονίκη δραστηριοποιήθηκε με την παραγωγή και εμπορία μάλλινων υφασμάτων εγχώριου τύπου (σαγιάκια και γαϊτάνια) ο Δημήτριος Ιωαννίδης, πρώην δάσκαλος και μέγας ευεργέτης της γενέτειράς του[43]. Στο Όσιγιεκ εγκαταστάθηκε ο Νούσιας Μαυροδής γύρω στα 1743 και ασχολήθηκε με το εμπόριο χοίρων παίρνοντας την αυστριακή υπηκοότητα. Στο Νέγκοτιν  ο καφεπώλης Κωνσταντίνος Καλαμαρτζής, στη Στρώμνιτσα ο Δημήτριος Σπύρου, αντιπρόσωπος αλευροβιομηχανίας  «Αλλατίνι»[44].

Και σε άλλες πόλεις της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης δραστηριοποιήθηκαν αρκετοί Σιατιστινοί, όπως στο Αμβούργο ο μεγαλέμπορος Δούκας Α. Σαχίνης που διατέλεσε και επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας, στη Λειψία οι έμποροι Θεόδωρος Μουσταφά, Ιωάννης Νεράντζης, Αδ. Ζυγούρης, στην Τεργέστη ο Δημ. Α. Σαχίνης[45]. Οι αδελφοί Ζυγούρη, Πέτρος και Αγάθων, εξέδιδαν  το 1886 στη Λειψία το καλλιτεχνικόν περιοδικό «Κλειώ», το οποίο, όπως γράφει ο Αποστόλου, «ετίμων διά των εκλεκτών προϊόντων της εαυτών γραφίδος οι διαπρεπέστεροι των Ελλήνων λόγιοι»[46].

Βέβαια, πολλοί Σιατιστινοί εμπορεύονταν τον 19ο αιώνα και σε μεγάλες πόλεις της τότε οθωμανικής επικράτειας όπως στην Κοζάνη, την Καστοριά, τον Τύρναβο, τη Λάρισα, τα Ιωάννινα, τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, τη Δράμα, την Καβάλα, τη Στενήμαχο, τη Φιλιππούπολη,  την Αδριανούπολη, την Κωνσταντινούπολη και αλλού[47]. Η μεγάλη παροικία της Θεσσαλονίκης άρχισε να συγκροτείται  από το 1870 με επίλεκτα μέλη της παροικίας τους Δ. Πεσνικίδη, Δ. Κουκίδη, Αδ. Παπασουλιώτου, Δημ. Ιωαννίδη, Δημ. Σερέφα, Κων. Χονδροδήμο, Αδ. Πάντου, Αδ. Σαχίνη κ.α.[48]  Ο Σύλλογος Σιατιστέων στη Θεσσαλονίκη υπήρχε και δρούσε ήδη από το 1911, με πρόεδρο τον Κων. Χονδροδήμο[49].

Οι συνέπειες της  ευρωπαϊκής αποδημίας στη Σιάτιστα

Οι συνέπειες από την αποδημία δεν άργησαν να φανούν και στην ίδια την πόλη. Ενώ στις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα η Σιάτιστα ονομαζόταν «χωρίον», τις επόμενες δεκαετίες και ιδιαίτερα στα μέσα του 18ου αιώνα οι αναφορές και οι περιηγήσεις Ελλήνων και ξένων την αναφέρουν ως «πολιτεία». Ενδεικτικό αυτής της οικονομικής αναβάθμισης και της πολεοδομικής μεταλλαγής είναι το παρώνυμο «φλουροχώρι» που δίνεται από εχθρούς και φίλους στη Σιάτιστα. Άλλωστε και οι συχνές ληστρικές επιδρομές, που σημειώνονται αυτήν την εποχή προς τη Σιάτιστα, προκαλούνται από την έντονη φήμη, αλλά και την εικόνα πλούτου που δίνει η πόλη με την εμπορική δραστηριότητα (αναφέρονται εγκαταστημένοι στην πόλη 200 εμπορικοί οίκοι και εμπορικά καταστήματα) και την οικοδομική έκρηξη με τα πλούσια αστικά σπίτια.

Ο χρυσός αιώνας της Σιάτιστας συμπίπτει με τον 18ο αιώνα κατά τον οποίο όλοι οι δείκτες της οικονομίας, της τέχνης και των γραμμάτων βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο, με κύριους μάρτυρες της ακμής τα περίφημα αρχοντικά, με την περίτεχνη αρχιτεκτονική τους και την πλούσια εσωτερική διακόσμηση.

Όπως σημειώνει η Μένη Δημητρίου Κανατσούλη «Η τέχνη των αρχοντικών, χωρίς να είναι υψηλή, είναι λειτουργική. Με την πολυχρωμία τους και την ποικιλότητά τους δημιουργεί ένα χαρούμενο θέαμα που συμφωνεί με τη νοοτροπία των ενοίκων. Ας μην ξεχνούμε, ότι οι ιδιοκτήτες των σπιτιών αποτελούν μια ανερχόμενη οικονομική δύναμη, το καλύτερο δυναμικό του υπόδουλου ελληνισμού. Γι’ αυτούς η αγωνιστική διάθεση, ο δυναμισμός, η αισιοδοξία, που θα τους οδηγήσει στην εμπορική, οικονομική και κοινωνική επιτυχία, δεν θα μπορούσαν να βρουν καλύτερη  έκφραση από αυτήν που πραγματώθηκε στο εσωτερικό των κατοικιών τους… Η κοσμική ζωγραφική που άρχισε να αναπτύσσεται τον 18ο αιώνα σε μεγάλα αστικά κέντρα (Σιάτιστα, Καστοριά, Βέροια, Αμπελάκια κλπ.) ουσιαστικά γεννήθηκε από τις απαιτήσεις των πλούσιων Ελλήνων εμπόρων, που συναλλάσσονταν με την Ευρώπη, να αποκτήσουν μια πλούσια και επιβλητική κατοικία»[50].

Στους απόδημους Σιατιστινούς οφείλεται η σημαντική εκπαιδευτική υποδομή της Σιάτιστας. Επηρεασμένοι από το πνεύμα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού βοήθησαν με οικονομικές δωρεές και αποστολή δασκάλων και βιβλίων στην ανέγερση και τη  λειτουργία καλά οργανωμένων σχολείων. Το 1816 η Βασιλική Βασιλείου, που ζούσε στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, διέθεσε κληροδότημα 40.000 γροσίων με το οποίο χτίστηκε σχολείο στη Σιάτιστα και από τους τόκους πληρωνόταν και ο δάσκαλος, του οποίου η εκλογή του, σύμφωνα με τη βούληση της διαθέτριας, πρέπει να γίνεται «αφιλοπροσώπως εις τον προκομμενέστερον, ευσεβέστερον και χρηστοηθέστερον άνδρα και ουχί κατά χάριν. Διότι εξ αυτού κρέμεται η προκοπή, η ευσέβεια και τα χρηστά ήθη των νέων»[51]. Η φιλογενής συμπατριώτισσα γνώριζε πολύ καλά τη δύναμη του ρουσφετιού και της αξιοποίησης των ημετέρων και όχι των άξιων, γι’ αυτό και διατύπωσε εγγράφως αυτές τις δεσμευτικές συστάσεις.

Ο Θεόδωρος Χατζηιωαννίδης που δραστηριοποιήθηκε και πέθανε στην Πέστη κληροδότησε στο σχολείο της Σιάτιστας 2.000 φιορίνια και 4.000 για τους άπορους, ενώ άφησε και 3.000 φιορίνια για την προικοδότηση άπορων κοριτσιών[52].

Ανώτερος όλων των αποδήμων αναδείχτηκε ο γενναιόδωρος ευεργέτης, ιδρυτής του  περίφημου Γυμνασίου, Ιωάννης Τραμπαντζής το 1888. Με τη μεγάλη δωρεά δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την καλύτερη μόρφωση των παιδιών της Σιάτιστας και της γύρω περιοχής, καθώς το Γυμνάσιο της Σιάτιστας ήταν ένα από τα ελάχιστα ιδρύματα μέσης εκπαίδευσης στη Μακεδονία[53]. Ο Τραμπαντζής (1813-1890) έζησε στην πόλη Σλάτινα της Ρουμανίας και το Βουκουρέστι, όπου είχαν εγκατασταθεί τα μεγαλύτερα αδέρφια του και όπως σημειώνει ο καθηγητής Θεόδωρος Τζώνος, δημιούργησε τεράστια περιουσία ως τροφοδότης του ιππικού του τσαρικού στρατού στις επιχειρήσεις 1871-1878 κατά των Τούρκων[54].

Το εμπόριο των Σιατιστινών συσσώρευσε  πλούτο, συνετέλεσε στην ανάπτυξη του πνευματικού επιπέδου των κατοίκων της και αναβάθμισε την ευεργεσία που κατευθύνθηκε προς εκπαιδευτικούς και φιλανθρωπικούς στόχους. Όπως επιλέγει ένας από τους σύγχρονους μελετητές της  νεότερης ιστορίας της πόλης, ο καθηγητής Αναστάσιος Δάρδας «Η παράδοση της Σιάτιστας στα γράμματα και στην ευεργεσία ήταν συνυφασμένη με την ίδια την ύπαρξή της»[55].

Η Σιάτιστα, όπως προσφυώς τη χαρακτήρισε ο ίδιος συγγραφέας, υπήρξεν ανέκαθεν ευεργετομάνα[56]. Τα ξενιτεμένα παιδιά της πρωτοστάτησαν στην ίδρυση σχολείων, εκκλησιών και ιδρυμάτων κοινής ωφέλειας, μια θαυμάσια, φιλάνθρωπη, πατριωτική και φιλογενής παράδοση που συνεχίζεται ως σήμερα. Τιμής ένεκεν αναφέρουμε επιγραφικά τα σημαντικότερα ιδρύματα της Σιάτιστας, έργα αποδήμων και μόνιμων κατοίκων της: Τραμπάντζειο Γυμνάσιο, διδακτήριο «Γεώργιος Παπαγεωργίου», Τεχνικό Λύκειο «Αναστάσιος Τσίπος», Τραμπάντζειο-Τσίπειο Οικοτροφείο, Ιωαννίδειο Νηπιαγωγείο, Τσιστοπούλειο Διοικητήριο, Κακουλίδειο Πνευματικό Κέντρο, Τζώνειο Κέντρο Υγείας, νηπιαγωγείο «Κώστας Παπανικολάου». Σ’ αυτά να προσθέσουμε και το εθνικής κλίμακας ευεργέτημα των αδελφών Παπαγεωργίου, το ομώνυμο  σύγχρονο νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη. Στους μεγάλους ευεργέτες της πόλης, που συνδράμουν έργα εκπαιδευτικά, φιλανθρωπίας και κοινής ωφελείας, οφείλονται και τα κληροδοτήματα – ιδρύματα Μανούσειο, Τραμπάνζειο, Ιωαννίδειο, Τσιστοπούλειο, Κακουλίδειο, Σωσίδειο, Γεωργίου και Θεολογίας Τζώνου, αδελφών Ιωάννη και Θωμά Χρ. Νάκου, αδελφών Παναγιώτη, Γεωργίου και Κωνσταντίνου Ιωάννη Βαρβέρη,  η «Αγάπη» του μητροπολίτη Πολυκάρπου[57].

4. Οι υπερπόντιοι προορισμοί της σιατιστινής αποδημίας

Οι Σιατιστινοί και ενγένει οι Δυτικομακεδόνες ακολούθησαν την υπερπόντια αποδημία, πριν ακόμη από την απελευθέρωση της Μακεδονίας (1912), ακολουθώντας τη μοίρα και τους δρόμους του απόδημου ελληνισμού. Σε όλες τις μεγάλες αποδημίες των Μακεδόνων οι Σιατιστινοί ήταν παρόντες. Οι πρώτοι  Σιατιστινοί που έφτασαν το 1887 στην Αμερική με τα ποντοπόρα υπερωκεάνια ήταν, σύμφωνα με τον  ιστορικό της πόλης Ιωάννη Αποστόλου, ο Μάρκος Περπέσας, ο Κων. Πρόκας, ο Κων. Νεραντζόπουλος κ.α. Σύμφωνα όμως με άλλες μαρτυρίες (όπως του Αθανάσιου Κουτσώνα, που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική το 1922 και είχε διατελέσει πρόεδρος του Συλλόγου Σιατιστέων στο Μάντσεστερ)[58], πρώτος μετανάστης από τη Σιάτιστα στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο Γεώργιος Σίμος που έφτασε εκεί το 1864 και πέθανε γύρω στα 1955 στην πολιτεία του Ουισκόνσιν. Έχουμε δηλαδή σποραδική εγκατάσταση Σιατιστινών στην Αμερική από τη δεκαετία του 1860, αλλά η μεγάλη έξοδος συμπίπτει με την πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα του Συλλόγου Σιατιστέων Νέας Υόρκης από ένα Λεύκωμά του το 1938. Γράφει: «Η εις Αμερικήν μετανάστευσις Σιατιστέων, αρχίσασα προ τεσσαρακονταετίας (δηλαδή γύρω στα 1900) και ενταθείσα κατά το 1906-7 μέχρι το 1916 απομάκρυνε  περί τους χιλίους Σιατιστείς των οποίων το όνειρον ουδέν άλλον υπήρξεν αλλά πώς πλουτίζοντες να έλθωσι βοηθοί της πατρίδος των. Ούτω δε κατά το 1916 ίδρυσαν τον Σύλλογον τούτον με μόνον σκοπόν την όσον το δυνατόν καλλιτέραν αρωγήν της πατρίδος των. Και πράγματι, αι πράξεις υπερέβησαν τας προσδοκίας των ιδρυτών του, διότι όχι μόνο εις διάφορα έργα ήλθεν αρωγός, εκκλησίας, σχολεία, δρόμους, ύδρευσιν, λοιπάς οργανώσεις, πτωχά περιέθαλψεν, απόρους οικογενείας ανακούφισεν, αλλά και εις βοήθειαν ήλθεν πολλών εν τη ξένη ατυχησάντων πατριωτών».[59]

Πράγματι πυρήνας της διατήρησης των εθνοτοπικών χαρακτηριστικών και της οργανωτικής δομής και πολιτιστικής και πατριωτικής δράσης των ομογενών στάθηκαν οι  πέντε σύλλογοι Σιατιστέων που δημιουργήθηκαν σε πόλεις των ΗΠΑ όπου σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες συσσωματώσεις  Σιατιστινών. Ο πρώτος σύλλογος, που ιδρύθηκε πριν από το 1916 ήταν στο Λόουελ της Μασαχουσέτης, όπου εγκαταστάθηκαν οι οικογένειες Δάρδα, Καρακώτσιου, Σκαρδάμη, Μιχαηλίδη κ.ά. Ακολούθησαν οι σύλλογοι στη Νέα Υόρκη, που ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1916 και το 1970 αριθμούσε 66 μέλη και ο σύλλογος στο Μάντεστερ που ιδρύθηκε το 1918 και είχε 36 μέλη την ίδια περίοδο. Επίσης υπάρχουν οι νεότεροι Σύλλογοι στις πόλεις Μπράντφορτ, Μπάφαλο και Ουάσιγκτον. Όλοι οι Σύλλογοι των Σιατιστινών είναι μέλη της Παμμακεδονικής Ένωσης ΗΠΑ και συμμετέχουν ενεργά στα συλλογικά δρώμενα των ομογενών. Μάλιστα ο πρωτεργάτης του συλλόγου Σιατιστέων της Ουάσιγκτον Γεώργιος Παπανικολάου διατέλεσε για δύο χρόνια ύπατος πρόεδρος της Παμμακεδονικής  Ένωσης. Κέντρα δραστηριοτήτων Σιατιστινών είναι και οι πόλεις Ντιτρόιτ, Άγιος Λουδοβίκος, Σεντ Λουίς, Τακόμα και άλλες μικρότερες πόλεις. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι Σιατιστινοί των Ηνωμένων Πολιτειών ξεπερνούν τους χίλιους και έχουν αναδειχθεί σε υψηλές θέσεις της επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Ωστόσο, όπως είναι φυσικό, η δεύτερη και τρίτη γενιά κρατάει χαλαρούς δεσμούς με την πατρίδα και οι νεότεροι έχουν σχεδόν αφομοιωθεί από τη γλωσσική ισοπέδωση της μεγάλης ηπείρου. Κρατούν όμως τη νοσταλγική σχέση με την πατρίδα και την περηφάνεια ότι κατάγονται από τη Σιάτιστα και έχουν ελληνική καταγωγή. Πάντως όσες φορές οι Σιατιστινοί της Αμερικής κλήθηκαν να βοηθήσουν την πατρίδα τους, όπως στον παναμερικανικό έρανο, γύρω στα τέλη της σκληρής δεκαετίας του 1940, για την ύδρευση της πόλης από το Μπούρινο, έδειξαν συγκινητική ανταπόκριση και γενναιοδωρία.

Αυτή η συμβολή  των απόδημων Σιατιστινών της Αμερικής στην επιβίωση και ανάπτυξη της Σιάτιστας σε δύσκολους καιρούς, καταδεικνύεται από τη δραματική  αναφορά του αείμνηστου δημάρχου Μιλτιάδη Στρακαλή. Γράφει: «Η θέσις των πλείστων Σιατιστέων θα ήτο δεινή εάν δεν υπήρχον, ιδίως  από του 1920 και εντεύθεν, τα εξ Αμερικής εμβάσματα».

Εκατοντάδες, εξάλλου, Σιατιστινοί που μετανάστευσαν, οι περισσότεροι μεταπολεμικά, ζουν, δραστηριοποιούνται και προβάλλουν την πατρίδα στην Αυστραλία. Οι περισσότεροι έχουν εγκατασταθεί στη Μελβούρνη και την Αδελαϊδα αλλά και σε άλλες πόλεις της μακρινής ηπείρου. Βοηθούν κατά δύναμη κοινωνικούς στόχους της γενέτειρας και έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στη Σιάτιστα. Ψυχή αυτού του νόστου αναδείχτηκε ο Ζήσης Δαρδάλης που ανακαίνισε το αρχοντικό του στη Σιάτιστα για να παίρνει, όπως πολλοί απόδημοι συμπατριώτες του, κουράγιο και έμπνευση από την πατρίδα για τον αγώνα του και την επιβίωσή του στα ξένα.

Δεν ήταν δυνατό να γίνει αναλυτική αναφορά σε πρόσωπα και δράσεις των Σιατιστινών της Αμερικής και της Αυστραλίας στο  πλαίσιο μιας σύντομης ομιλίας. Θα χρειαστεί όμως να γίνει μια συντονισμένη επιχείρηση καταγραφής όλου του σιατιστινού δυναμικού στις δύο ηπείρους, αλλά και σε ευρωπαϊκές χώρες, με  τις δραστηριότητές του και τις επιτυχίες του. Να γίνει ένα μεγάλο βιβλίο-μητρώο της διαχρονικής αποδημίας της Σιάτιστας, που είναι το καύχημα και η δόξα της πόλης. Να πληροφορηθούν, κυρίως οι νέες γενιές, για τους αγώνες, εθνικούς, πατριωτικούς, κοινωνικούς των ξενιτεμένων προγόνων τους. Κι ο καθένας από κάθε μετερίζι ας κάνει το καθήκον του για την πόλη, όπως οι παλιότεροι, όπως πολλοί συγκαιρινοί συμπατριώτες μας που ακολουθούν τον δρόμο του χρέους τον οποίο έδειξαν οι μεγάλοι ευπατρίδες και ευεργέτες της Σιάτιστας.

                                                                                         Χρίστος Ζαφείρης

Σημ.:  Ο Χρίστος Ζαφείρης (1945, Κρανιά Ελασσόνας)  είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας βιβλίων για τη Θεσσαλονίκη και τον μείζονα ελληνισμό, ερευνητής και σεναριογράφος τηλεοπτικών εκπομπών των παραπάνω τόπων (Βαλκάνιος πραματευτής κ.ά.). Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και εξ αγχιστείας Σιατιστινός, καθώς η σύζυγός του Αναστασία είναι κόρη του Θωμά Τεντοκάλη (1910-1981) που γεννήθηκε στη Σιάτιστα, σταδιοδρόμησε ως εφοριακός στη Θεσσαλονίκη και άφησε αγαθή μνήμη στους συμπατριώτες του με το ισόβιο ενδιαφέρον του για τη γενέτειρά του. Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.