Κάποτε, τα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε σ’ ένα χωριό ένας καλός άνθρωπος με τη γυναίκα του και το γιο του. Τον έλεγαν Μιχάλη και δούλευε σκληρά για να κερδίζει το ψωμί του. Όμως οι καιροί ήταν δύσκολοι, κι όσο κι αν κοπίαζε, δύσκολα, πολύ δύσκολα κατάφερνε να τα βγάζει πέρα.
Αποφάσισε λοιπόν μια μέρα να ξενιτευτεί, να πάει στην Πόλη να δουλέψει. Έτσι θα μπορούσε να στέλνει από κει χρήματα στους δικούς του. Θα νοσταλγούσε βέβαια τη γυναίκα του και το παιδί του, το χωριό του και τους φίλους του. Μα τι να κάνει; Μόνον έτσι θα γλίτωνε απ’ τη φτώχεια.
Φίλησε λοιπόν γυναίκα και παιδί, κι έφυγε για την Πόλη. Ταξίδεψε, ταξίδεψε μέρες πολλές, κι έφτασε κάποτε κουρασμένος. Και μια που δεν ήξερε καμιά τέχνη, χτύπησε την πόρτα ενός αρχοντικού και ζήτησε από τον άρχοντα να τον πάρει για υπηρέτη. Εκείνος δέχτηκε, κι έτσι ο Μιχάλης βρήκε σπίτι και τροφή κι άρχισε να κερδίζει χρήματα. Όλα όμως τα έστελνε στους δικούς του. Για κείνον δεν κρατούσε τίποτε.
Πέρασαν δέκα χρόνια κι αποφάσισε πια να γυρίσει στο χωριό του. Αρκετά χρήματα είχε στείλει στο σπίτι του. Ήταν καιρός πια να επιστρέψει κοντά στα αγαπημένα του πρόσωπα, τη γυναίκα του και το παιδί του.
Αποχαιρέτησε λοιπόν αποβραδίς τον άρχοντα και ξεκίνησε πρωί-πρωί για το χωριό του. Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει και κοντά το μεσημέρι συνάντησε μια γριούλα φορτωμένη με ξύλα.
-Γεια σου γιαγιά. Τι κάνεις;
-Τι να κάνω παλικάρι μου; Μάζεψα λίγα ξύλα για τη φωτιά.
-Άφησέ
τα γιαγιά να σε βοηθήσω λίγο είπε ο Μιχάλης στη γριούλα, αρπάζοντας από
την πλάτη της το δέμα με τα ξύλα που ήταν φορτωμένη, βλέποντάς την
κουρασμένη και ανήμπορη.
-Ο Θεός να σε έχει καλά παιδί μου αποκρίθηκε η γριούλα.
Καθώς προχωρούσαν και λίγο πριν χωρίσουν οι δρόμοι τους η γριούλα ευχαρίστησε το Μιχάλη και του είπε:
-Είσαι καλός άνθρωπος. Γι’ αυτό κι εγώ θα σου δώσω για δώρο τρεις
πολύτιμες συμβουλές. Να τις θυμάσαι όμως! Έχεις πολύ δρόμο ακόμη για να
φτάσεις στο χωριό σου. Πολλά μπορεί να σου συμβούν. Μα αν ακολουθήσεις
τις συμβουλές αυτές, τίποτα δεν έχεις να φοβηθείς.
-Ακούω γιαγιά, αποκρίθηκε ο Μιχάλης.
-Πρώτα-πρώτα, να μη ρωτάς για ό,τι δε σε νοιάζει.
-Καλά, αποκρίθηκε ο Μιχάλης. Σ’ ευχαριστώ. Κι η δεύτερη;
-Από το δρόμο σου ποτέ μην ξεστρατίζεις.
-Καλά, αποκρίθηκε ο Μιχάλης. Σ’ ευχαριστώ. Κι η τρίτη;
-Τον βραδινό σου το θυμό να τον φυλάς το πρωινό. Άντε τώρα, ώρα καλή!
-Σ’ αφήνω γεια, γιαγιά απάντησε ο Μιχάλης και συνέχισε σκεπτικός το δρόμο του.
Περπάτησε δυο μέρες και δυο νύχτες, και ξαφνικά, τ’ άλλο πρωί, βλέπει έναν άνθρωπο, παράξενα ντυμένο, να κολλά χρυσά φλουριά στα φύλλα μιας ελιάς. Περίεργο, σκέφτηκε, γιατί το κάνει αυτό; Γιατί είν’ έτσι ντυμένος; Όμως θυμήθηκε τη συμβουλή της γριούλας, να μη ρωτά για ό,τι δεν τον νοιάζει και συνέχισε το δρόμο του.
-Ε! Σταμάτησε και θέλω να σου μιλήσω, του φώναξε ο άνθρωπος με τα παράξενα ρούχα. Χρόνια τώρα είμαι εδώ και κάνω αυτό που βλέπεις. Περιμένω να δω αν θα περάσει κανείς χωρίς να με ρωτήσει το γιατί. Όμως, μόνον εσύ δε με ρώτησες. Μπράβο, δεν είσαι καθόλου περίεργος. Πάρε λοιπόν όλα τα φλουριά που είναι στο δέντρο και στο σακούλι για ανταμοιβή σου.
Χαρούμενος ο Μιχάλης μάζεψε τα φλουριά, τα έβαλε όλα στο σακούλι, ευχαρίστησε τον άνθρωπο και συνέχισε το δρόμο του.
Περπάτησε μια μέρα και μια νύχτα και το άλλο πρωί βλέπει πέντε αγωγιάτες με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα τρόφιμα, να παίρνουν το δρόμο τον δικό του.
-Ε! καλοί μου άνθρωποι, τους φώναξε. Κάνετέ μου μια χάρη. Άστε με να
φορτώσω αυτό το σακούλι σ’ ένα γαϊδουράκι. Έρχομαι από μακριά και
κουράστηκα να το κρατώ.
-Μετά χαράς, αποκρίθηκαν εκείνοι.
Έτσι, συνέχισαν το δρόμο τους όλοι μαζί, κι ο Μιχάλης ευχαριστούσε το Θεό για την καλή του τύχη.
Καθώς βάδιζαν, βλέπουν από μακριά ένα χάνι. Ωραία μόλις φτάσουμε θα καθίσουμε να ξεκουραστούμε λίγο, λέει ο ένα αγωγιάτης.
-Πλησιάζοντας στο χάνι βλέπουν ένα παλιό ετοιμόρροπο σπίτι. Εκεί μέσα
είναι μια ταβέρνα, φώναξε ο άλλος αγωγιάτης. Πάμε να πιούμε κρασί.
-Έλα κι εσύ μαζί μας, είπαν όλοι του Μιχάλη.
Εκείνος όμως θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή της γριούλας, ποτέ να μην ξεστρατίζει από το δρόμο του, και δεν μπήκε στην ταβέρνα. Κάθισε έξω και φύλαγε τα γαϊδουράκια και τα πράγματα.
Οι αγωγιάτες στην ταβέρνα, όλο κι έπιναν, έπιναν κρασί, ώσπου μέθυσαν κι άρχισαν να χοροπηδούν και αν φωνάζουν. Κι από το πολύ το χοροπηδητό, σε μια στιγμή, γκρεμίζεται η ταβέρνα και πέφτει το ταβάνι στα κεφάλια τους.
Είδε κι έπαθε ο καημένος ο Μιχάλης να τους βγάλει από κει. Τους περιποιήθηκε, τους έδεσε τις πληγές τους, τους έδωσε νερό να πιούν και τους έβαλε να ξαπλώσουν κάτω από ένα δέντρο. Εκείνοι για να τον ευχαριστήσουν:
-Παρ’ τα όλα, του είπανε, και τα γαϊδουράκια και τα τρόφιμα, για το καλό που μας έκανες.
Με τα γαϊδουράκια φορτωμένα τώρα, ο Μιχάλης συνέχιζε χαρούμενος το δρόμο του και σκεφτόταν τι χαρά θα έκανε η γυναίκα του, όταν θα τον έβλεπε να φτάνει με όλα τούτα τα καλά στο σπιτικό τους.
Περπάτησε ακόμη μια μέρα, και τη νύχτα έφτασε επιτέλους στο χωριό τους. Όταν όμως πλησίαζε το σπίτι του, βλέπει έναν άντρα να μπαίνει μέσα και τη γυναίκα του να τον καλωσορίζει.
«Α! έτσι» σκέφτηκε θυμωμένα. «Εγώ δουλεύω τόσα χρόνια για να της στέλνω χρήματα, κι εκείνη με ξέχασε και παντρεύτηκε άλλον. Θα τον σκοτώσω, ήταν η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του Μιχάλη. Η’ καλύτερα, να φύγω πάλι. Να πάω πίσω στην Πόλη.»
Κι έκανε να ξεκινήσει. Σκέφτηκε όμως την τρίτη συμβουλή της γριούλας, τον βραδινό του το θυμό να τον κρατά το πρωινό. Πήγε λοιπόν εκεί δίπλα σε μια καλύβα και κοιμήθηκε ώσπου να ξημερώσει.
Πρωί-πρωί την άλλη μέρα, άκουσε να μιλούν στην πόρτα του σπιτιού του. Βγαίνει απ’ την καλύβα και βλέπει τον άντρα, που είχε δει το βράδυ, να φεύγει και να λεει στη γυναίκα του:
-Γεια σου μάνα, θα γυρίσω το μεσημέρι.
Με χαρά τότε κατάλαβε πως ήτανε ο γιος του. Και τι κακό θα είχε προκαλέσει στην ίδια του την οικογένεια αν πραγματοποιούσε την πρώτη σκέψη που είχε περάσει από το μυαλό του!
Είχε μεγαλώσει το παιδί του πια μετά από τόσα χρόνια, είχε γίνει άντρας, τόσον καιρό που έλειπε αυτός στην Πόλη.
«Άδικα θύμωσα» σκέφτηκε. «Άδικα παρά λίγο να κάνω πολύ μεγάλο κακό στην ίδια μου την οικογένεια.»
Έτρεξε τρελός απ’ τη χαρά του, τους αγκάλιασε και τους δυο, γυναίκα και παιδί, και ξεφόρτωσε τα καλά που είχε φέρει. Κι από τότε δεν ξανάφυγε ποτέ απ’ το χωριό του. Έζησε εκεί χρόνια πολλά, με όλα τα καλά του, με τη γυναίκα και το γιο, τα εγγόνια που ήρθαν έπειτα και τα δισέγγονά του.