Περίληψη της εργασίας διαθέσιμη στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών, το τεύχος θα είναι προσβάσιμο προσεχώς:
https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/54774
Οι ορεινοί οικισμοί του δυτικού τμήματος της περιοχής του Βοΐου (πρώην επαρχίας Ανασελίτσας) του νομού Κοζάνης, στη Δυτική Μακεδονία, παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Η περιοχή αποτέλεσε κατά το παρελθόν και μέχρι τα μέσα του 20ού αι. έναν από τους σημαντικότερους τόπους καταγωγής μαστόρων οικοδόμων στον ελλαδικό χώρο. Οι Ανασελιτσιώτες μάστορες, οργανωμένοι σε «παρέες», εργάστηκαν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αργότερα του Ελληνικού κράτους, κατασκευάζοντας ιδιωτικά και δημόσια έργα, από εκκλησίες, σχολεία, γεφύρια και κατοικίες μέχρι κάστρα, παλάτια και τζαμιά. Η περιοχή αναδείχθηκε, ιδιαίτερα κατά τον 19ο αι., ως ένα ακόμη από τα οικονομικά θαύματα του ορεινού βαλκανικού χώρου. Παρουσιάζει συγγένεια και στενούς δεσμούς με τη γειτονική Ήπειρο, με την οποία συνθέτει τις δύο όψεις του ίδιου γεωγραφικού τόπου, αυτού της Βόρειας Πίνδου.
Η μελέτη εξετάζει την αρχιτεκτονική της κατοικίας των οικισμών της δυτικής Ανασελίτσας από τον 18ο αι. έως τα μέσα του 20ού αι., η οποία δεν έχει μελετηθεί μέχρι σήμερα. Η έρευνα οργανώθηκε μέσω επιτόπιων επισκέψεων και βασίστηκε στην αποτύπωση, τη φωτογράφηση και τη λεπτομερή τεκμηρίωση επιλεγμένων και χαρακτηριστικών κτηρίων. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στον μεγαλύτερο και σημαντικότερο οικισμό, τον Πεντάλοφο (Ζουπάνι), αλλά και ορισμένους μικρότερους, όπως το Δίλοφο (Λιμπόχοβο) και την Αγία Σωτήρα (Σβόλιανη), οι οποίοι παρουσιάζουν ικανοποιητικό βαθμό διατήρησης. Συνολικά αποτυπώθηκαν και τεκμηριώθηκαν 85 κατοικίες σε 19 οικισμούς. Το υλικό που συγκεντρώθηκε επέτρεψε τη μελέτη της εξέλιξης της κατοικίας στο διάστημα δύο περίπου αιώνων, από κτηριολογική, κατασκευαστική και τυπολογική άποψη, ως έκφραση της ιστορικής διαδρομής του τόπου κατά την περίοδο αυτή.
Η αρχιτεκτονική της κατοικίας μπορεί να διακριθεί σε τρεις επιμέρους ενότητες. Η πρώτη καλύπτει την περίοδο από τα μέσα του 18ου αιώνα (οπότε και εντοπίζονται τα παλαιότερα σωζόμενα δείγματα) έως τα μέσα του 19ου αιώνα, κατά την οποία αποκρυσταλλώνονται τα χαρακτηριστικά μιας οργανωμένης κοινωνίας με αγροτική οικονομική δομή. Τα κτίσματα που ανήκουν στην περίοδο αυτή στοχεύουν στην εξυπηρέτηση των λιτών αναγκών της καθημερινής ζωής. Οι κύριοι χώροι της κατοικίας είναι λίγοι σε αριθμό και ισομοιράζονται με τους βοηθητικούς, στο σύνολο της επιφάνειας του σπιτιού, σε ισόγειο και τουλάχιστον έναν όροφο. Στο ίδιο κέλυφος όπου διαβιεί η οικογένεια αποθηκεύονται τα αγαθά και σταβλίζονται τα λίγα ζώα της οικογένειας. Κάθε οικογένεια χρησιμοποιεί ένα μεγάλο δωμάτιο στο οποίο εξυπηρετούνται όλες οι ανάγκες της (διημέρευση, ύπνος, φαγητό). Εκτός από τα δωμάτια, στον όροφο υπάρχει συνήθως ένας εκτεταμένος ημιυπαίθριος χώρος για κυκλοφορία, εργασία και διημέρευση. Το σπίτι είναι ανοικτό στο ύπαιθρο, αντανακλώντας την αγροτοκτηνοτροφική οργάνωση της οικονομίας. Τα χαρακτηριστικά της κατασκευής προσδίδουν στα σπίτια έντονα οχυρό χαρακτήρα, αναγκαίο για την προστασία και τη διαβίωση των ενοίκων τους στις δύσκολες συνθήκες μιας εποχής που χαρακτηρίζεται από την έξαρση της ληστείας.
Η δεύτερη αρχιτεκτονική ενότητα εκφράζει την περίοδο από τα μέσα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, κατά την οποία οι αποδημίες των μαστόρων οικοδόμων αυξάνονται και οι οικισμοί αποκτούν τη μέγιστη πληθυσμιακή και οικονομική ακμή τους και αντίστοιχη οικοδομική άνθηση. Στον περίγυρο των πατρικών σπιτιών κτίζονται σπίτια για τα νεότερα μέλη της οικογένειας και οι γειτονιές σταδιακά πυκνώνουν. Η οργάνωση του σπιτιού μεταβάλλεται, καθώς αποκτά περισσότερους κύριους χώρους. Η κατοικία αναπτύσσεται σε μικρότερη επιφάνεια αλλά με μεγαλύτερο ύψος από πριν. Οι χώροι που προηγουμένως ήταν ανοικτοί κατασκευάζονται τώρα εξαρχής κλειστοί. Τα χαρακτηριστικά αυτά φανερώνουν την απομάκρυνση του σπιτιού από τον αγροτικό του χαρακτήρα και την προσέγγιση ενός περισσότερο «αστικού» τρόπου ζωής.
Η τρίτη αρχιτεκτονική ενότητα εκφράζει την περίοδο από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τον Μεσοπόλεμο, κατά την οποία πλέον έχει επιτευχθεί ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, ενώ, με την εξάλειψη της ληστείας, έχουν εμπεδωθεί συνθήκες ασφάλειας. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την καθοριστική επίδραση στην αρχιτεκτονική του ρεύματος του Νεοκλασικισμού. Οι μορφές του συνδέονται με τις μορφές που κυριαρχούν στα κτήρια του ελεύθερου Ελληνικού κράτους, λειτουργώντας ως συμβολική έκφραση της απελευθέρωσης του τόπου. Ο σχεδιασμός του σπιτιού γίνεται εσωστρεφής και αυστηρός, χωρίς ανοικτούς χώρους, και ακολουθεί κανόνες συμμετρίας, με χρήση μορφολογικών στοιχείων, όπως αετωμάτων, κλπ. Οι κύριοι χώροι είναι τώρα περισσότεροι, καθώς οι βοηθητικές χρήσεις απομακρύνονται από το εσωτερικό του σπιτιού, στεγαζόμενες σε βοηθητικά κτίσματα της αυλής. Τα δωμάτια αποκτούν διαφορετικές μεταξύ τους χρήσεις και εξοπλίζονται με έπιπλα. Τα σπίτια προβάλλονται στις πλαγιές των οικισμών με φανερή διάθεση μνημειακότητας, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η κατοικία λειτουργεί ως μέσον κοινωνικής επίδειξης της ανερχόμενης αστικής τάξης. Ο σχεδιασμός αντανακλά πρότυπα αστικά και φανερώνει ακαδημαϊκές επιδράσεις.
Οι τρεις αρχιτεκτονικές ενότητες χαρακτηρίζονται από εσωτερική αλληλουχία και συνιστούν ενιαίο σύνολο στο οποίο κυριαρχεί ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ύφος, όπως εκφράστηκε στο πλαίσιο μίας συντηρητικής, κλειστής κοινωνίας. Το Βόιο, στο περιθώριο της επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, από το 1912, του Ελληνικού κράτους, μεταφέ-ρει τις πρότυπες μορφές των αστικών κέντρων στον τόπο του, απλουστευμένες και προσαρ-μοσμένες στις δικές του ανάγκες και δυ¬νατότητες, φιλτραρισμένες από ένα πνεύμα λιτότητας και οικονομίας.