5o ΜΕΡΟΣ
Στου καφενείου τ Λιόλια, ου Νιάνιους κι ου Κώτσιους συνεχίζν να ζβιγκών …κι να μουλογούν..
Νιάνιους: Ω Κώτσιου, θαρρώ μ’ έτσουξι ψίχα η κλιά…μήπους μι πίριν κανά αγιάζ’ κι χίρσα ν’ αρουστώ κι θέλου κανά ιλιάτσ κι..
Κώτσιους: Μήτι είνι πτου πιουτί ρε Νιάνιου;..Έχουμε ώρα π’ περασάμι τς 5 τς ντραματζάνις…μήπους να του γυρίσουμι σι τιουλτιούκου, για να ξιπιαστεί ψιά η κλια..να παρ μιταβουλή;
Νιάνιους: Όχ ρε.. δε θαρρώ …(τηράει κατ’ του τραπέζ’).. πούντου του ψουμί ρε;…τοσ’ ώρα χουρίς ψουμί; , αυτό θα μας πείραξιν…Λιόλιααααα ..που χασκάς ρε σβάρνα Λιόλιααααα
Λιόλιας: Ααα
Νιάνιους: Τι αα ρε.. άξνους μπαζλιάγκαβι..ακούς ικί ααα..πως να μη σφαλίσν ύστιρα οι ιπιχιρίσεις …ιπαγγιλματίας ίσι ισύ ρε ντιούλκα;…γλίγουρα τσακίς κ’ έλα ιδώ.. δε μι λες ρε καφιτζί , τι ουρλιέσι κι αγκαρίιζ ετσιαϊά όταν παραγγέλνουμι; Πως καμν οι άλλ’ οι μαγαζάτουρις ρε ξέρς; Ήμαν προυχτές στου τσουτίλ’..στου παζάρ στν ΑηΜαρίνα… κι κάθουμάσταν κι παράγγειλνάμι..κι ου θκός μας ου καφιτζις, κι τηρούσα , κι οι άλλ’ όταν χπούσαμι τα χέρια να παραγγείλουμι, οι μσοί απουλουιούνταν: «έφτασιιιι» κι άλλοι οι μσοί « αμέσουουους»..Τι ίνι αυτά που φκιάντς ισί ρε; Τι είνι αυτά τα θκάς;.. τι ααα κι αααα ,ανοίγς τ’ γκλαβανή ντάμπαρα, ντιπ χαλαμαντάρ, να σεβ κι κανά κνουπ, η να σι φτύς κανας τσιούλους να φτιέσι κι να φταρμιέσι ύστιρα ουπάν στα μιζέδια τα θκάμας; Γλήγουρα τσακίς κι φέρι μας ψουμί…
Ου Λιόλιας σιβαίν αγλήγουρα στου καφενείου κι ιπιστρέφ σχιδόν αμέσους μι μια φιλιώτα ψουμί στου χέρ…
Νιάνιους: Τι φκιάντς ικί ρε;, θέλτς να μας δηλητηριάϊς, να μας ακουλίεις αστένιις κι μικρόβια; Μι τι του τσακώντς του ψουμι ρε;… που τάχις νουρίτιρα τα τσιούγκας; Ίνι δυνατόν καφιτζίς λίγκας κι σκλίκας; Τι δεν παίρντς κι σι, ικίνουν τουν τσιούτσιανου του μασιά να μας φέρντς του ψουμί σαν άνθρουπους; Κοιτάει καλύτερα)!!!!!! Τι φιλιώτα ίνι αυτή ρε που μας κουβάλτσις; Αυτή είνι τρανήτιρ απ αχιρώνα, ούτι ου πλάστς π’ φκιάνουμι τν πίτα δεν του χουράει..που τ’ μεσ απ του πισνικ’ του χώρσις; Κι δε μι λες ρε ιπαγγιλματία…που θα του βάλουμι, σι τοσου τσιούτσιανα τραπέζια π’ έχς..ούτι τα μιζέδια κι οι κούπις δε χουρούν..Τέλους πάντουν…άστου κι τσακίς φεύγα…Ω ρε πως του κόβουμι τώρα; μι τα χέρια θα γέν’ σα σαψιάλ’; Λιόλιααα φερ ένα μαχαίρ’
Λιολιας: Δεν έχου..ένα έχου κι πρώτα τόχουσα στ λίγδα γιατί έβγαλα καβουρμά κι ύστιρα έκουψα αρμιά…να του φέρου;
Νιάνιους: Να του κρατιις ικι , κι να μι σκαλτστείς ντίπ….σκλίκα..ούουου μουρνταρ ..ωρε πώς του κόβουμι τώρα;; ή θα τουν σφάξου κι θα πάου στ Λάρσα η ακόμα χειρότιρα θα τουν φτίσου κι θα βρουμις..ίνι ιφνός αλλιώς θα σίλιγα αν θα τουν ίχαμι καφιτζί
Κώτσιους: Αστου ρε , στου ζναρ έχου ιγώ μια μπλίκρα , τν πίρα περσ απ του παζάρ απ τ’ χρούψτια
Νιάνιους: Άιντι χίρνα κόβι…τσιούτσιανα σαν αντίδουρα..να μη μας ζουπίσν κι αλλου του στουμάχ’ κι τ’ τζούκου
Ου Κώτσιους χιρνάει να πιδεβιτι να κόψ’ του ψουμί..του ζιαβαρναει ψιχα..αλλά πουλύ δύσκουλα..
Νιάνιους: Τι φκιάντς αυτού ρε …πότι θα κοψ του ψουμί;…Καλά ρε τι μπλίκρα ίνι αυτή; σι ξιγελασαν; Αυτή ούτι τσούρα που πεθαμένου δε λιαριζ (Συγγραφευς: Δεν πστεύου να μας άκσι καένας;;) … Κόψτου μι τα χέρια, άει να σώνουμι…
Αφού διηυθετηθκιν του θέμα τ’ ψουμιού, τα πράγματα ηρέμσαν σχιτικά..
Στν πλατέα μπρουστά στου πηγάδ’, έπιζαν 2-3 πιδιά κι ξαφνικά απ τουν κατ’ του μαχαλά, έρχουντι δυό κι ζβαρνίζν μι του καπίστρ, δυό γουμάρια για να τα πουτίσν..φταν στς καρούτις και αρχινούν, τα ζουντανά, να ρφουν…Ξαφνικά στου πρόσουπου τ’ Νιάνιου ζουγραφίζιτι μια πλήρη ικανοποίησ’..η εικόνα π’ γλεπ τουν προυκαλεί ιβιξία, ιβδιμουνία όλου του πακέτου τουν καλών , θιτικών συναισθημάτων
Νιάνιους: Ωρε αντάσ, κοίταξι ρε ..τι καλά που ίνι..τι καλά κι έμπριπα.. έτσι μ έρχιτι να πάου να τα φλίσου..
Κώτσιους: Ναι ρε πράγματι τα πιδιά, ίνι…
Νιάνιους: (τνάζιτι ουρθός) Ποιά πιδιά ρε; …τι δλειά έχν τα πιδιά μι τι αυτό απ’ λέου ιγώ; Τα πιδιά θα πάου να φλίσου;; Τά γουμάρια ρε θα πάου να φλίσου… Ακσι γιατί σι γλέπου ντιπ μπιρδιμένου.. Τα πιδιά , δε θέλν όλ’ τ’ μέρα να τρών κι μάλιστα, μπάτζιου, αυγά, λουκάνκα, τα θκάμας τα μιζέδια δηλαδη; Θέλν..Δε θέλν να ντιούντι; Θέλν..δε θελν να πουδένουντι; Θέλν..Ύστιρα..δεν παέν στου σκουλειό κι ακουλνούν ψίρις κι έρχουντι στου σπίτ’ κουβαλούν του σιρμαϊέ κι ακουλνούν όλ’ στ φαμπλια, κι μάλιστα ιμεις οι τρανίτιρ που έχουμε μαλιά κι απου τ’ μέσ, κι κατ’.. κι υπουφέρνουμι;;..γκραφαλνιούμαστι όλ’ τν ώρα κι δεν ξέρουμι τι να κάμουμι..δε μας χουράει ου τόπους…Ούτι τν πραξ’ δε μπουρούμι να κάμουμι Κι ξερς τι θμήθκα τώρα κι σειίσκα ακόμα παραπαν; Άκσι..Δε μι λές ρε όταν μιθούμι πουλί, κι αργούμι ψίχα να πάμι στου σπιτ’..ποιόν στελν οι άλλις κι κουβαλιέτι κι μας τραβάει πτου μανικ, κι μας παρακαλάει, κι μας ινουχλάει κι δε μας αφήνει να γλιντίσουμι κι άλλου;; Του πιδί
Κώτσιους: Ω ρε τώρα πτα λές, αυτόσια ου συνειρμός μι πιρόνιασι
Νιάνιους: Κι πάμι τώρα σ’ αυτά π’ θέλου να φλίσου…τα γουμάρια Σι ποιόν φουρτώνουμι τσ κουσιόρις κι πααίν κι μας κουβαλούν τουν καπνό; στου γουμάρ Σι ποιόν φουρτώνουμι ικίνα τα κουφίνια που ίνι σαν τρανές στρόγγιλις μαλάθις κι μας κουβαλούν διάφουρα ύπουρα, γκόρτσα, δρόκινα, κάχτις μήλα; στου γουμάρ..Ποιός μας κουβαλάει τα καλούδια απ τα παναήρια; Του γουμάρ..Ποιός μας κουβαλάει τ λόντζια, κι δέχιτι νάνι σφιχτά του σαμάρ κι η ίγκλα στν κλιά, κι η ουψτιά στ νουρά νάνι ντιπ τιζαρουμένις κι σφιχτές..του γουμάρ..Ξύλα για του χμώνα ποιος κουβαλάει κι κριτσούν τα πουδάριατ κι κόβιτι η ανάσατ; του γουμάρ..κλαδί για τα γίδια; του γουμάρ όταν είμασι απουσταμέν’ (πάντα δηλαδή) ποιός μας κουβαλάει στν Πέλκα, στου βρατίν, στου Κουντσκό ,στου Λιαψίστ; του γουμάρ…κι άκσι τώρα του κυριότερου…όταν μιθούμι ποιος μας ιξιπιριτάει κι όυτι ουρλιέτι, ούτι μαρτυράει σι καέναν τίπουτα ;του γουμάρ…Θμάσι προυχτές που πήγαμι στου Σιάν κι τιριάσκαμι..ύστιρα τι γέγκιν; Ικίνους ου καφιτζίς ου ξιμπλάναβους μι του τρανό του μστάκ(ι) τι έκαμι; Πρώτα του σαμάρουσι ( ίνι τοσου καλό π’ δέχιτι κι τουν ξένου δηλ)., κι ύστιρα μι κατ’ άλλ’ μας φόρτουσαν στου σαμάρ, μας έδισαν μι τν τριχιά κι τν έσφιξαν γιρα στα κουτσάκια. Κίντσαν τα ζουντανά κι αργά αργά πήγαν απ τ’ μέσ απ τ’ στράτα…ούτι στου γκρέμουρα πίγι , ούτι στου νόχτου κι απού που πίγι ; Απ του τρανό του λιβάδ απ τ μπέστανι κι του ντάμπαλ, δε μας πέρασι μεσα απ μν Πέλκα να μας ιδουν οι πιλκιωτις ντιπ μι θζμέν κι να χαίρουντι.. κι σ’ όλ τ στράτα ούτι γκκ ούτι μουκ, ούτι γκρίνιαξι ούτι ιπι τίπουτα.. κι δε μας πίγι σπίτ’ να ικτιθούμι κι ν ακούμι τς άλλις να μας πριζν, στου μαντρί μας πίγι κι ιχι σεβας..καρτιρούσι να ξιμιθίσουμι..
Κώτσιους: Ινθουσιάσκα, θα πάου να τα φλίσου πρώτους ιγώ
Κάμ να σκουθεί, αλλά απ του πουλί πιουτί λίγσαν τα πουδάριατ κι έκατσι πάλι στν καρέκλα
Νιάνιους: ( μιτά τν αφήγησ, κάθιτι, σχιδόν μακάριους στν καρέκλα..αλλά συλουιέτι.. ) Ξαφνικά: Ωρε Κώτσιου , ιδις πόχου ένα σόι πέρα π του πουταμ?
Κώτσιους: Ποιόν λές ρε ικείνουν απ του Φουργκάτς;
Νιάνιους: Ποιόν λες ρε; του μακραξάδιρφου ρέ , ικείνουν τουν κοντακνό, του μαυριδερό που έπιζι του τρανό του νταούλ’ στν Αησουτήρα; Όχ…άσι όλ’ στου φουργκάτσ’ παίζν κανά όργανου. Θμάσι ικίνουν του χουντρο, μη τν τρανή τν κλια κι τ μπαστραβίτσα στου κατσιαούλ’; Ικείνουν που όταν φσούσι τιζαρώνουνταν η κλιά, φούσκουναν τα μάλουγα κι γυάλτζαν τα μάτια σαν πιουμένους; Θμασι που φσούσι ένα σαν μπουρί , όχ σαν τσ σόμπας αλλά κίτιρνου κι μίπαν κάτ’ πιδιά θκάμας π’ γέγκαν ναυτικοί, ότι ακούιτι όπους του μπουρί απ του πλοίου η του καράβ
Κώτσιους: Κι τι ίνι του πλοίου κι του καράβ ρε Νιάνιου;
Νιάνιος: Άκσι..είνι ένα τρανό μέσα στου νιρό χουρίς τριχούλια, κι σιβαίν οι ανθρώπ κι μόλις κινήσ, χιρνάει κι κνιέτι πέρα δώθι κι αντραλιάζουντι κι κάμν όλ μιτό…Για τι αυτό δεν έκαμάμι καμία καθέλκισι σι καένα πλοίου στου θκό μας του πουτάμ…για να μη κάμν όλ’ μιτό..κατάλαβις;
Κώτσιους: Πως δεν κατάλαβα, αφού ήσαν πουλύ σαφής..κόντιψι να μι ρθεί να κάμου κι γώ μιτό
Νιάνιους: Τουν άλλου πάλι πτου σόϊ απ τν πλιβρά τ’ πατέραμ, που ίνι απ του Χουτούρ τουν ξινόμσαν…Πιαλούσι στς παρδαλές στν Καστουριά, τουν πηρι χαμπάρ η φαμπλιά κι τουν ξέστρουσαν..τουν ξιάρσαν…Χαθκι κατά σιακάτ στν παλιά τν Ιλλάδα…
Κωτσιους: Ορε για ποιόν θέλτς να μι πείς;…κουντευς να μ αραδιάις όλου του σόϊ κι για τι αυτόν που κίνσις σκουτίδα…δε λές καντίπουτα..
Νιάνιους: Άκσι…Ήθιλα να σι πώ για τ αυτόν τουν πρώτου τουν αξάδιρφου τς γυναίκας μ απ του Μαρτσίστ’ , αυτός που λές γέγκιν (δεν προυλαβαίν)..
Κώτσιους: Ποιόν ρε;..τουν ξέρου …αυτός ου φλός δεν ινι .μι τα χουντρα τα μαύρα τα φρύδια, τα τρανά τα πουδάρια αυτός δεν ίνι που πλάει στ Άργους πατάτις , κρουμίδια γκόρτσα κάχτις κι απ όλα τα ζαρζαβάτια Δεν ίνι αυτός π’ μιθάει κι χουρέβ καθι μερα στς νταβέρνις, σι κάθι καυγά ίνι πρώτους , κι τς κλεβ όλνους στου ζύγ ;;
Νιάνιους: Αυτός ίνι ..γέγκιν παπάς…
Κώτσιους: Τί!!!! Αφού έκλιβιν στου ζύγ» ρε ..πώς γέγκιν παπάς;
Νιάνιους: Δεν πειράζ’ ρε, άμα κλέβς στου ζύγ’ γένισι Παπάς…μ αυτά κι μ αυτά μι αγάνουσις του κιφάλ’ …δε μ αφήντς να σέβου στν ουσία..Ου παπάς αυτός λοιπόν ήρθιν προυχτές στου σπίτ’,..τουν καλουδέχκαμι, τουν κερασάμι αλλά ύστιρας χίρσι..χίρσι τς συμβουλές, τς ουδηγίις ιγώ ίμαν ψίχα απου ρακί, αλλά όχ’ πουλύ…για να μην τουν προυσβάλου, κι γινατιάσ’ η γυναίκαμ (ιπιδι ήταν θκοτς σόϊ), σύναζα τ’ τζιουμανίκα ( δηλ. του κιφάλ’) ταχατιά ότι τουν άκουγα, αλλά δεν άκουγα καντίπουτα…μια δοσ’ τουν άκσα όμους ίπιν για τουν κατ του κόσμου..ιπιδίς ίμι φουστήρας κατάλαβα αμέσους..κατ κόσμους απ του Ντράνουβου, αφου ίνι παρακάτ απ τ αυτό ινι του Βρατιν’, υου Λιαψίστ’, ου Χουρηβός, η Μουλόχα κατ’ αλα χουριά ..ορε φουστήρας σι λέου…αλλά σχιδόν αμέσους ακσα τουν παπά να λέει κατ’ για μνημόρια ,για κάσις για του ξυλουκρέβατου , για θυμιατά, για παράδεισου για κόλασ’ για πιθαμέν…μόλις ίπιν πιθαμέν’ μι γκουμπζιάλτσι, μι πιρόνιασι…. η ρακί έφυγιν αμέσους..απ τα πουδάρια σα νάφυγιν..απ τα νύχια…τσιλουσα τα φτια κι άκουγα…Ήλιγιν ου παπάς…¨ Πρέπ νάμαστι καλοί άνθρώπ…αμα γλεπουμι καέναν να βηχάει , να τουν χπούμι στν πλάτ’, αμα δούμι καέναν να κατουργιέτι να τουν δίνουμι αμέσους τ’ σειρά στουν αναγκαίου για να προυφταστεί, να μη τα κάμ ουπάνουτ, άμα γλέπουμι καέναν να λιγούν τα πουδάρια κι να μη μπουρεί να πιρπατισ’, να τουν παίρνουμι γκαργκατσούλα κι να τουν πααίνουμι ιμίς ικεί απ θελ’, αμα γλέπουμι κανα σκλι να μας βγάν’ τα δόντια , πρωτα να του σφαλνούμι του στομα να μη μας δαγκώσ’ κι ύστιρα να του χαϊδευουμι στα φτιά…άμα γλέπουμι καέναν μι ν’ κρανιά..ίσια κατ’ του τσιρβέλου μας , να του τραβούμι απότουμα πουλύ αγλήγουρα να μη μας πιτύχ.. άμα πιτχαίνουμι στ στράτα μας κανάν ανάπουδου, π’ παίρν φουτιά κι ανταριάζιτι κι κουρντίζιτι εύκουλα, να αλλάζουμι στράτα κι να πααίνουμι όϊρα…αν μας σνάζ καένας καμιά σβέλτ’ ίσια στα δόντια , να προυφτένουμι κι να τουν σνάζουμι κουτσιά στα τσκάλιατ..άμα γλέπουμι καέναν να φταρμιέτι..να τουν βγάνουμι μι τς κουτσιές όξου πτου καφινείου , για να μη μας ακουλήσ’..άμα
Νιάνιους: Κάτσι ρε παπά , άμα κι άμα…αν τα φκιάνουμι όλα αυτά τι κιρδίζουμι;; Τι διάφουρου έχουμε;
Παπάς: Αμα φκιάνουμι ετσιαϊά πααίνουμι στουν παράδεισου Ικεί ινι όλα τέλεια…..όλ’ ίνι καλοί ..όπους ήταν ιδώ κόμα καλίτιρ είνι ικεί…βέβια καναδυό ξιφεύγν κι τς παέν στου ιφιτείου στουν παράδεισου ..ικεί άμα καταδικαστούν τα μαζών κι βζννν σν κόλασ’ ..τώρα τιλιφταία έμαθα μιώθκαν πουλύ στουν παράδεισου..απόμκαν λίγ’…βέβια ιπειδή απόμκαν λίγ’ μαζώχκαν κι πουλλές δλειές.. Έτς κάθι χαραΐ ου τρανός ου αρχηγός τς μαζών’ κι αναθέτ’ δλειές ..όλ’ ίνι πρόθυμ’..
Κώτσιους: Κι ποιος ίνι ου γινικός ου αρχηγός…
Νιάνιους: Ποιός ίνι ρε;..ποιός θαρείς ότι ινι; ου Άγιους Μχάλτς η ου Άγιους Σιώμους;…Ου Άγιους Πέτρους ίνι ρε σκιπάρ..μι του μαρτύρσιν ου παπάς…κι τουν λέου ..Δε μι λές ρε Παπά για πέμι ένα παράδειγμα..αφού μι ίπις ποιός ίνι καλός ιδώ..δε μι λές τι πρέπ να φκιάντς στουν παράδεισου για να μη πας στου ιφιτείου;
Παπάς: Άκσι, έστου ότι μια χαραΐ, φερν αμουχάλικου στουν παράδεισου..φουνάζ’ έναν ου τρανός κι τουν λέει .. πρεπ να κουβαλίις όλου του αμουχάλικου.. να του πάς ικία πέρα.. Χιρνάει αυτός κουβαλάει ολ’ τ’ μέρα (πουλά κυβικά αμουχάλικου) ξιπλατίζιτι, αλλά ίνι καλός άνθρουπους δε βαρυγκουμάει ντιπ.(συνιχιζ’ ου παπάς), Έστου τν αλλ’ τ’ μέρα, έρχουντι τσιμέντα, φουνάζ’ έναν πάλι, χιρνάει αυτός κουβαλάει ολ’ τ’ μέρα, ξιπλατίζιτι αλλά ίνι καλός ανθρουπους κι δε βαρυγκουμάει ντιπ Εστου τν άλλη τ μέρα….
Νιάνιους: κατάλαβα ίφιραν τα σίδιρα ……άσι παπά κατάλαβα..
Νιάνιους: ( στν κιντρική τν πλατεία) Κατάλαβις αντάς;; Ωρέ τι χπάει ετσιαιά η καμπάνα ρε Κώτσιου, λες να πίρι καμιά φουτιά στα λνάρια?
Κώτσιους: Όχ’ ρε Νιάνιου, ετσιαϊά χπάει όταν τς καμαρών’ καένας ποιός ξερ ποιός χιρέτσιν
Νιάνιους: Τι ποιός ρε..όλου ποιος λές… Γιατί δεν ίπις ποιά…όλου για τι μας λες …χπαει η καμπάνα χαρμόσυνα..ποιά παντρέβιτι..χπαει πένθιμα..ποιός πεθανι..αφού προυχτές 2 μπάμπις μιτάλαβαν στουν απάν του μαχαλά, απάν απ τα 95..γιατί ρε να μην απουδήμσιν καμιά απ τι αυτές; Λιόλιααα..έλα ιδώ ρε.. έμαθις τίπουτα, ποιά θα πάν στα μνημόρια…ποια θα παραχώσν;
Λιόλιας: Τι ποιά ρε…ποιόν ..ου Τάκας τ Νκόλα πέθανιν …ντιπ απότουμα…
Νιάνιους: Τι λέει ρε; ου Τάκας τ Νκόλα; …ου καλύτιρους άνθρουπους…ασι πάλι απ τι μας είνι; Απ τς άντρ; …χίρσαμι να μειώνουμίστι ιπικίνδινα ..Πουλί καλός άνθρουπους…να φανταστείς αλώντζαμι στου φαρδύλακα, ήμασταν 5-6 νουματαίου κι αυτός μας έδουσιν όλνους τν αράδα…μόλις μπίτσιν κι ου τιλιφταίους, χίρσιν να διαλάζ’ κι ακούουνταν απ σιαπάν απ τν ΑηΣουτήρα ου μπουμπούναρους..σι πέντι λιφτά χαλάζ’.. κρύφκαμι όλ’ πουκατ που μια αγριουγκουρτσιά…τα θκατ τα στούμσι όλα, γιάμπαλου..δεν απόμνι τίπουτα.. κι στουν πάτου τι ίπιν ρε αυτός ου καλός ου άνθρουπους;; ¨Δεν πειράζ ρε…έτσ ήταν να γέν’¨
Τν ώρα που τα λέει αυτά απ τα σκαλιά κατιβέν, αμπρουστα ου παπάς κι ου ψάλτς απού πίσου τα πιδιά π’ ντύθκαν, ύστιρα του κτί κι απου πίσου όλοι οι μαυρουντυμέν’…Μπρουστα στου καφινίου σταματούν.. να ψάλει ου παπάς..χιρνούν.. Ου Νιάνιους, ου Κώτσιους ου Καφιτζίς σκώνουντι απου σέβας
Του μυαλό τ Νιάνιου , αν κι απού κράσου, δλέβ ¨Καλος ρε παραπάν που καλός…σίγουρα στουν παράδεισου θα πάει..ζουντανόν δεν του βουήθσα ντίπ..έχ’ κι πέντι πιδιά..μήπους τώρα έστου πιθαμένου μπουρώ;;…σκώνιτι ..σαλνά-σαλνά (είνι που πιουτί) ζγών τν κάσα..όλ τουν τηρούν .. φτάν ντιπ κουντά στν κάσα..σκύβ, σα να προυσκνάει ..(σκέφτιτι πρέπ να τουν βουηθίσου έστου τώρα) ,,χπάει δυό φουρές τν κάσα κι λέει: «Τάκα σχουριμένους..δε σι βουήθσα ζουντανό αλλά άκου τώρα ιπιδι ισι καλός κοίταξι μόνι να μι σι παν στουν παράδεισου..θα σι ξιπλατίσν…αύριου ριχν πλάκα….
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ… ΜΕ ΝΕΟ ΚΥΚΛΟ..ΜΕ ΓΛΩΣΣΙΚΑ , ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ..ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ κλπ